Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού
Μαδρίτη, 7 Ιανουαρίου 2013.
Του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού σήμερα. Αυτού με το κεφάλι στο πιάτο.
Έβλεπα κι έδειχνα χθες στο γκρουπ τον ίδιο Άγιο, του Καραβάτζιο, στον Καθεδρικό Ναό του Τολέδου και τον προτιμώ έτσι, αρτιμελή. Αυτό το σώνει και καλά να πρέπει κάτι να χάσεις, κάτι να σου κόψουν αλλιώς Άγιος δε γίνεσαι, ας πούμε το καταλαβαίνω αλλά συγχρόνως στερεώνει τη βεβαιότητά μου ότι και σκέτος άνθρωπος χωρίς φωτοστέφανα άσχημα δεν είναι.
Χάρη σ’ αυτόν το Άγιο και σ’ έναν παππού που δεν πρόλαβε ν’ αγιάσει γιατί σκοτώθηκε στα 21 του, σήμερα γιορτάζω κι άρχισαν να μου ’ρχονται ευχές.
Επιτέλους, γι’ αυτή τη γιορτή τουλάχιστον είμαι στο σπίτι. 15 μέρες τώρα οργώνω πάνω-κάτω την Ανδαλουσία, έτσι πέρασα τις υπόλοιπες. Με ξένους ανθρώπους και καταλήξαμε -ίσως- κι οι δυο πλευρές Υποψηφιότητες Πιθανής Φιλίας.
Μ’ αυτούς που ήθελα πάντως δεν ήμουν. Μπορεί και να γίναν για καλό έτσι τα πράματα. Λένε ότι στις γιορτές μαλώνουν οι άνθρωποι. Περνάνε λένε πολλές ώρες μαζί και είναι αυτό ωρολογιακή βόμβα για σχέσεις με υπερβολική οικειότητα. Οι ισπανοί τουλάχιστον αυτό λένε, «αμάν να φτάσει η 7η Ιανουαρίου να γυρίσω στη δουλειά». Ακριβώς όταν τελειώνει η δικιά μου.
Από τέτοια μαλώματα δεν ξέρω γιατί στα τελευταία 20 χρόνια 3 φορές πέρασα τις γιορτές δίπλα σε ανθρώπους με τους οποίους είχα "υπερβολική οικειότητα".
Αυτές τις μέρες μπερδεύτηκαν όλα μέσα μου...
Η Κούραση με την Ευχαρίστηση να βλέπεις ανθρώπους να περνούν καλά.
Η Δουλειά ως Τέχνη και η Τέχνη ως Δουλειά.
(Πολλοί τουρίστες δυσκολεύονται να πιστέψουν πως ο Ελ Γκρέκο, ο Βελάθκεθ και τ’ άλλα παιδιά ζωγράφιζαν κατά παραγγελία, επειδή ήταν η δουλειά τους κι όχι γιατί τους καταλάμβανε ξαφνικά ένα δαιμόνιο εμπνεύσεως.)
Μπερδεύτηκε η Πραγματικότητα ενός ομαδικού οργανωμένου ταξιδιού με την πρόθεσή μου να το μετατρέψω σε οικογενειακή χαλαρή και ανοργάνωτη εκδρομή γιατί πολλές φορές είδα τη Χαρά να περνάει απ' τη χαλαρότητα και τον αυτοσχεδιασμό που πλήττουν πάντα καίρια φιλοδοξία "οργάνωσης"
Μπερδεύτηκε η Νύχτα και η Μέρα μου.
Κοιμήθηκα στα καλά καθούμενα σήμερα όταν γύρισα απ’ το αεροδρόμιο. Μέρα μεσημέρι. Στον καναπέ με την Αλάιτζ και την Άλμπα Αγκαλιά.
Και ξαφνικά άλλαξα στ’ όνειρο αγκαλιά και βρέθηκα στης Ντίνας. Είχε έρθει λέει για να μου κάνει έκπληξη, για τη γιορτή μου. Και ήθελε να δει κι έναν αντιπρόσωπο, για κάτι καλλυντικά ισπανικά, να τα κάνει εισαγωγή στο ινστιτούτο στη Λάρισα… Και πάνω που έκλεινε η συμφωνία, χτύπησε το τηλέφωνο και μ’ έβγαλες απ’ την αγκαλιά ολόκληρης Νεκρής. Τέτοια δύναμη ένα τηλέφωνο. Ήταν ο Αντόν, από τις Φιλιππίνες, στην Ασία είχε ήδη 7 ο μήνας και ήθελε να μου ευχηθεί κι αυτός αλλά στην πραγματικότητα, έστω στην τηλεφωνική αλλά καμία σχέση με την άλλη της Ντίνας.
Απ’ την κούραση θα είναι αλλά μπερδεύτηκαν μέσα μου όλα. Ειδικά ο Θάνατος και αυτό το τηλεφώνημα... Απερίγραπτα.
Λόγω της «Επίσκεψης» της Ντίνας αναδημοσιεύω μια Στιγμή μας.
Και θέλω να ευχηθώ και ’γω στη Ντίνα μου Χρόνια Πολλά.
Από κει που κατέληξε, είναι η μόνη που τα ’χει εξασφαλισμένα.
Η Στιγμή μας...
Λάρισα-Ανδαλουσία σε 5 λεπτά
Λάρισα--20/21-7-2012: Λόγω της «Κρίσης», φέτος τις διακοπές μου τις κάνω στη Λάρισα. Παρατεταμένες μάλιστα για λόγους «ανωτέρας βίας.» Η Ντίνα δεν είναι καλά. Αυτό που λέμε «είσαι και φαίνεσαι», ακριβώς αυτό. Η Ντίνα δεν είναι καλά και φαίνεται ότι φτάνει στο τέλος. Πριν καμιά ώρα γύρισα απ’ το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο τής Λάρισας και στη μάχη της μέσα, ακριβώς όπως φωνάζει και προκαλεί τον ταύρο ο ταυρομάχος ο αποφασισμένος για όλα, έτσι φώναζε απόψε ένα ακατάληπτο «ΕΛΑ… ΕΛΑ… ΕΛΑ…».
Σε ποιον το φώναζε δεν εξήγησε κι έτσι νοιώθω ελεύθερος να υποθέσω ό,τι θέλω. Έτσι κι αλλιώς κόσμο πολύ είχε γύρω της, θα μπορούσε να το λέει σε οποιονδήποτε από μας, μόνη της η Ντίνα δεν έμεινε ούτε μια στιγμή. Μπορεί να ήταν η μορφίνη που της βάζουν εδώ και δύο μέρες , μπορεί να ’ταν παραίσθηση αλλά μπορεί και η γενναιότητά της. Μπορεί να έβλεπε ΑΥΤΟΝ που κανένας μας δε θέλει να δει και που όλοι θα δούμε μια μέρα και να του έλεγε κατάμουτρα «ΕΛΑ ΑΝ ΤΟΛΜΑΣ» Το «ΑΝ ΤΟΛΜΑΣ» είναι υπόθεση δικιά τους, της Ντίνας και του Θανάτου, εμείς οι τρομαγμένοι ακούγαμε μόνο το «ΕΛΑ», μέχρι εκεί έφτανε η τόλμη μας.
Εννιά χρόνια τώρα, αντιμετώπισε όλους τους καρκίνους και τις μεταστάσεις που μπορεί κάποιος να φοβηθεί. 138 χημειοθεραπείες μόνο τα δύο τελευταία χρόνια και μέχρι πριν ένα μήνα δούλευε. Είναι αισθητικός η Ντίνα και για 34 χρόνια, απ’ τα 18 της, (τα 53 θα κλείσει -έστω και στη μνήμη όσων την αγάπησαν- στις 15 Σεπτεμβρίου). 34 ολόκληρα χρόνια κάνει όμορφες ακόμα κι όσες δε βλέπονται. Δεν έχει αφήσει μουστάκι για μουστάκι σε Λαρισαία. .Ένα ένα τα τσάκιζε τα κύτταρα της κυτταρίτιδας κι ας της τη φέραν τα δικά της. Νύφες, πανάσχημες, έλαμπαν τη μέρα τους γάμου τους. Και στην Εκκλησία και μετά, στις Βερσαλλίες, στα Κολούμπια και στα Παλάντιουμ χάρη στο μακιγιάζ της Ντίνας έλαμπαν. Όλη νύχτα έκρυβε τις ατέλειες το μακιγιάζ της Ντίνας.
Σχεδόν 30 χρόνια φίλοι. Απ’ τα 14 μου είναι πάντα εκεί. Ανιδιοτελής, (εξωπραγματικά για άνθρωπο), αθόρυβα γενναιόδωρη και επί της ουσίας παρούσα πάντα. Και άσυλο μού έδωσε όταν με διώξαν απ’ το σπίτι για έναν έρωτα που δεν εγκρίναν, με μάζεψε, με τάιζε με κοίμιζε στο σπίτι της στην οδό Μιαούλη. Και στην εφηβεία μου, δεν άφησε σε χλωρό κλαρί σπυράκι για σπυράκι. Έφτιαχνε τα μαγικά της φίλτρα, με πασάλειβε και τα εξαφάνιζε μην τυχόν και τρέξει πύον απ’ την ανασφάλειά μου. Και ταξίδια κάναμε πολλά. Πήγαμε κι από δω, πήγαμε κι από κει. Και στη Σκιάθο σε κεντρικό άνετο ενοικιαζόμενο μείναμε, και στο Agrigento ένα μήνα σε άβολη σκηνή κάμπινγκ απόκεντρου γιατί ο έρωτας μου, ο «μη εγκεκριμένος», η Analissa,έπαψε να είναι έρωτας, κι έκανε τα πάντα για να δικαιώσει και μάνα και πατέρα που με είχαν διώξαν απ’ το σπίτι. Έκανε τα ίδια ακριβώς κι ο «έρωτας», μ’ έδιωξε απ’ το σπίτι. Η Ντίνα όμως έμεινε μαζί μου, εκεί, στη σκηνή να καίγεται απ’ τις θερμοκρασίες της Σικελίας στηρίζοντας την εμμονή μου πως μπορεί να αναστηθεί ό,τι έχει πεθάνει.
Τον Μάρτιο που είχαμε ξαναειδωθεί, μου είπε: «πρώτα ο Θεός, να τελειώσω μ’ αυτές τις κωλοχημιοθεραπείες και θέλω να ’ρθω το καλοκαίρι να κάνουμε το ταξίδι στην Ανδαλουσία.»
Βλέποντας τη Ντίνα αυτές τις μέρες, να γίνεται μη αναγνωρίσιμη, αναπόφευκτα σκέφτομαι τη στιγμή του αποχαιρετισμού. Σήμερα με ρώτησε η Άλμπα «πού θα πάει η Ντίνα μπαμπούλη και λες συνέχεια θα φύγει;» Της είπα το εύκολο: «στον Ουρανό» κι αμέσως την προσγείωσα, την πήρα αγκαλιά κι έβαλα στο youtube το τραγούδι που χόρευε η Ντίνα πάντα στα μπουζούκια: «Το Σημάδι» του Πάριου. (Στη Λάρισα ήμασταν πού θα πηγαίναμε;)
Είναι δυνατόν ένα youtube να ’χει την επίδραση μορφίνης;
Κι όμως!
Στη μικρή οθόνη του υπολογιστή έβλεπα τη Ντίνα και τον Πάριο 20 χρόνια κι οι δυο νεότεροι, να τραγουδάνε αγκαλιά. Και δεν είδα μόνον αυτούς τους δυο. Ξαφνικά είδα να πέφτει πάνω τους κι η Μαρινέλα, από πίσω η Χαρούλα, η Γαλάνη, ο Παπάζογλου…χαμός γύρω απ’ τη Ντίνα μου όπως πριν λίγο γύρω απ’ το κρεβάτι της στο Νοσοκομείο.
Είπα στην Άλμπα (και φαίνεται πως η ανάγκη μου βρήκε τον τρόπο να μιλήσει για το Θάνατο μ’ ένα παιδί 7 χρονών, δε θα ρωτούσε όσα ρώτησε αν δεν είχε καταλάβει) πως χθες βράδυ έβαλα το τραγούδι της στο τηλέφωνο, το πλησίασα στ’ αυτί της και ξαφνικά, το Blackberry ανέστειλε τη δράση της μορφίνης. Blackberry εναντίον youtube. Η Ντίνα κατάλαβε ποιος ήταν, κατάλαβε τι άκουγε, έκανε κάτι σα χαμόγελο, κι η μάνα της, η θεία Αννούλα άρχισε να τραγουδάει. Δεύτερη φωνή εγώ. «Το Σημάδι».
Της έκανε εντύπωση της Άλμπας, που ενώ η Ντίνα «έφευγε για πάντα για τον Ουρανό» η μάνα της κι εγώ το ρίξαμε στο τραγούδι. Χρυσή ευκαιρία να εξηγήσω στην κόρη μου τι είναι, τι ήταν τουλάχιστον «έλληνας» στο δικό μου «λεξικό»: κάποιος που όχι μόνο στη χαρά αλλά και στη βαθύτερη θλίψη, τραγουδάει. Να μπορούσε αυτό τουλάχιστον να βγει απ' τη λίστα των "περικοπών", να συνεχίσουμε να Ξορκίζουμε το Κακό ελληνικά, χωρίς μεμψιμοιρία, με δάκρυα «χορού».
Λάρισα--21/22-7-2012: Μέσα στο χαμό που γίνεται στο κεφάλι μου, με πιάνω επ’ αυτοφώρω ώρες-ώρες να σκέπτομαι, τί παπούτσια θα βάλω την ημέρα που η Ντίνα θα βγάλει φτερά για τον Ουρανό. Εγώ ήρθα για διακοπές, με σαγιονάρες ήρθα. Και για ένα γάμο που έχω έφερα και κάτι λουστρίνια ακατάλληλα όμως κι αυτά καλοκαιριάτικα και για γάμους και για κηδείες.
Ξαφνικά θυμήθηκα κάτι κατάμαυρα παπούτσια του flamenco,που αγόρασα το χειμώνα που πάλι είχα πολύ χρόνο ελεύθερο και γράφτηκα σε μια σχολή χορού. Πάνω κάτω το ίδιο θα μου έρχονταν αν άρχιζα τα αντικαταθλιπτικά κι έτσι αποφάσισα χορό αντί για χάπια.
Και λίγο οι εξηγήσεις στην Άλμπα για το τραγούδι μπροστά στο θάνατο, λίγο τα μαύρα τα ψηλοτάκουνα παπούτσια, ήρθε κι ο χορός. Έκατσα κάτω απ’ την κληματαριά, έβγαλα τα μαύρα παπούτσια απ’ το κουτί τους με το κατάμαυρο μυαλό μου, τα φόρεσα, έβαλα στο youtube μια Bulería της Rocío Jurado που κι αυτή ο καρκίνος τής έδωσε τα παπούτσια της στο χέρι για τον Ουρανό πριν λίγα χρόνια, τλεος μπροστά μου Έστησα τη Ντίνα νέα, όμορφη, καθόλου πρησμένη, λαμπερή και μαυρισμένη σαν από διαφήμιση αντηλιακού όπως την είχε κάνει τότε ο ήλιος στη Σικελία κι αφέθηκα «σε μια τρελή τρελή ονειροπόληση» πως ήμασταν σπουδαίοι χορευτές σε περιοδεία…
Και πού δεν πήγαμε μ’ αυτή την τουρνέ, την Ανδαλουσία φύλλο και φτερό κάναμε. Από επαρχία σε επαρχία, και στις 8 χωρίς ούτε ένα ρεπό, καραβάνι ολόκληρο οι δυο μας μόνο. Ούτε σκηνή, ούτε μπαούλα, ούτε κονσόλες, καλώδια, και μικροφωνικές… Ούτε καν ένα σακ βουαγιάζ στην πλάτη. Η Ντίνα ένα φόρεμα απλό με ασπροκόκκινο πουά κι εγώ ένα στενό κατάμαυρο παντελόνι και τα παπούτσια του ο καθένας.
Ποτέ παπούτσια που φορέθηκαν στο κεφάλι δεν πήγαν κάποιον τόσο μακριά!
Και τους ελαιώνες της Χαέν οργώσαμε κι ας ήταν μόνον οι Bandoleros θεατές μας. Ένας αρχιληστής μάλιστα την πέρασε για την Κάρμεν, έλεγε ότι είναι η γυναίκα του και ήθελε να την πάρει στη σπηλιά του.
Μετά χορέψαμε μέσα στο Τζαμί της Κόρντοβας έχοντας ν’ ανταγωνιστώ 857 ολόκληρες κολόνες γιατί όλες θέλαν να γίνουν ο καβαλιέρος της. (Ούτε τα προσχήματα δεν κρατούσαν, «την πέφταν» στη Ντίνα εν ψυχρώ μπροστά στα μάτια μου. Αυτό το χούι του λατίνου εραστή που και καλά «είναι αμαρτία να μην την πέσεις σε οποιοδήποτε θηλυκό», μέχρι οι αραβικές κολόνες το ’χουν στην Ανδαλουσία.)
Από κει, στην Αλάμπρα όπου είχα Άγιο γιατί μου όρμησαν και τα 12 Λιοντάρια στο χαρέμι για να μου την πάρουν. Προκαλούσε βέβαια λίγο κι η Ντίνα, σε κάθε στροφή τους άγγιζε δήθεν τυχαία τη χαίτη. Πάνω, απ’ τους Κήπους Χενεραλίφε, εκατομμύρια μουσουλμάνοι –δεν καταλαβαίνω πώς μαζεύονται πάντα τόσοι πολλοί αυτοί- στριμώχνονταν για να μας δουν. Φαινόταν άνθρωποι καλλιεργημένοι, καμία σχέση με όσους μας «συνωστίσανε»στη Σμύρνη. Όλοι με τον Αριστοτέλη στη μασχάλη, τα «Πολιτικά» συκεκριμένα, (και τα 8 βιβλία). Μεγάλη επιτυχία στη Γρανάδα! Να ’ρθει μέχρι η Σουλτάνα, δεν το περιμέναμε! Πρώτη φορά είδα τη Ντίνα να ’χει τρακ. Εγώ, ένοιωσα άβολα πιο πολύ όταν είδα στο θρόνο του Σουλτάνου να κάθεται ο Lorca.
Κι απ’ τη Γρανάδα, ολοταχώς βρεθήκαμε να ιδρώνουμε σ’ ένα σοκάκι στενό του Κάντιθ μπροστά στον Ατλαντικό χωρίς ούτε ένα καράβι θεατή. Έλα όμως που βρέθηκε ένας έλληνας, -πραγματικά όποια πέτρα κι αν σηκώσεις θα βρεις έναν. Στη δεύτερη σειρά καθόταν ο Νίκος Καβαδίας μ’ ένα ναύτη αφρικανό. Δεν είναι ότι σνομπάραμε τους δυο μοναδικούς μας θεατές όμως, ερχόμασταν απ’ την Αποθέωση και δεν μπορέσαμε να προσαρμοστούμε στην Αφάνεια τόσης θάλασσας. (Μεταξύ μας τώρα, στο Καντιθ δεν πήγε καθόλου καλά το πράμα. Κοιμόταν όλοι οι καδετάνοι απ’ το Φεβρουάριο κι ας ήταν Ιούλιος τώρα… είναι μην πάρουν το ποτήρι στο χέρι αυτοί, πρέπει να ήπιαν το μισό Ατλαντικό. «Πάλι καλά» λέω στη Ντίνα «που το Κάντιθ βλέπει στον Ωκεανό γιατί αν ήταν η Μεσόγειος, θα την είχαν κάνει «άσπρο πάτο» και τώρα τα νησιά της θα ήταν λοφίσκοι στην έρημο και δε θα τα ’θελε ούτε η Τουρκία.» Επειδή δεν της καίγονταν καρφί για την Πολιτική, μου το ξέκοψε κατ' ευθείαν: «εδώ ήρθαμε για άλλο λόγο, μην αρχίσεις με τα ελληνοτουρκικά...» )
Την άλλαξα τη συζήτηση αμέσως.
Πιάνω τη Ντίνα απ’ τη μέση, ρίχνουμε μια στροφή διπλή, και ως δια μαγείας, βρεθήκαμε στο Γουαδαλκιβίρ. Κι απ’ τη μια όχθη και απ’ την άλλη, και με τον Χρυσό Πύργο χορέψαμε και με μια άστεγη στην Τριάνα κάναμε τρίο. «Μ’ αρέσουν τα σκουλαρίκια σου και τα μάτια σου» της λέει η Ντίνα της άστεγης, «πώς σε λένε;» «Κάρμεν» λέει αυτή «Δούλευα σ’ ένα καπνεργοστάσιο αλλά έκλεισε και δε βρίσκω δουλειά, δεν ήμουν πάντα άστεγη». Τραβάω εγώ την «άστεγη» και τη Ντίνα την έπιασε απ’ τη μέση ένα βαποράκι, μαροκινός…Φώναξαν και κάτι άλλους φίλους τους, άστεγοι κι αυτοί, κάνα δυο χιλιάδες θα μαζεύτηκαν κι έγινε χαμός! Λίγο που και η Ντίνα και ’γώ είμαστε για τα πανηγύρια λίγο που οι άστεγοι δεν είχαν τίποτα να χάσουν τα κάναμε όλα λίμπα. Σπάσαμε τα τζάμια σε 3 τράπεζες και βάλαμε φωτιά το ποτάμι. Ευτυχώς είχαν πιει και οι αστυνομικοί και κάναμε καλή παρέα, όλα εν τάξη τούς φαινόταν.
Με το που «πέφτει» η τρίτη συνεχόμενη Bulería πεινάσαμε και πεταχτήκαμε στη Μάλαγα. Πήραμε ποικιλία, διάφορα ψαράκια τηγανητά, γαρίδες, λίγο χταπόδι, γόνο καλαμαριού και δυο τρεις tapas της ημέρας… Φτηνό και καλό! Σ’ ένα στενό ακριβώς πίσω απ’ το Μουσείο Πικάσο. Γυρίζω να ζητήσω ένα μπουκάλι κρασί ακόμα και τι να δω: Ο Antonio Banderas! Προσπαθούσε ο έρμος τρυφερά να σηκώσει τη Melanie που είχε πιει πάλι και δεν του πολυέδινε σημασία γιατί μιλούσε στο τηλέφωνο. Κάνω νόημα στη Ντίνα να κοιτάξει… Από τότε ακόμα που έπαιξε στο EL MATADOR «χτυπιόταν» όταν τον έβλεπε. Και τώρα τον είχε δυο τραπέζια δίπλα. Σιγά μην κρατούσαμε τα προσχήματα. Σηκωθήκαμε δήθεν αυθόρμητα και πήγαμε στο τραπέζι του. Η «σύζυγος» μιλούσε ακόμα στο τηλέφωνο, λιώμα, το είχε σε ανοιχτή ακρόαση. Και να ήθελες να μπερδέψεις τη φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής δε γίνετε. Η Amy ήταν! Η Amy Winehouse! Είναι φωνή αυτή να τη μπερδέψεις; Ζητούσε από τη Melanie να της κάνει «πάσα» στα κρυφά κάνα μπουκάλι γιατί είχε λέει απ’ τον Ιούλιο του 11 να βρέξει τα χείλια της. (Όλοι αλλά ειδικά οι αλκοολικοί πρέπει να τον σιχαίνονται το Θάνατο. Να σε πιάσει η στέρηση, να κολλάει το στόμα σου απ' τη λάσπη και τί κάνεις; Σφηνάκι από σκουλήκια;)
Η Melanie και η Amy, στον κόσμο τους, ο Antonio με άβολο χαμόγελο αλλά πάντα χαμόγελο, η Ντίνα για πρώτη φορά να μ’ έχει γραμμένο και να τον κοιτάζει σαν ηλίθια, κι εγώ για να μη με πει μαλάκα, -γιατί μπορεί να νόμιζε ότι η Ντίνα κι εγώ ήμασταν ζευγάρι κι έξω απ’ το χορό, - το ’ριξα στο taconeo. Είχε και ξύλινο πάτωμα το ταβερνάκι, αν έμεναν κάποιοι στο υπόγειο, πρέπει να τους έκανα τα νεύρα κουρέλι.! Ούτε που χόρευα μπροστά σε Σταρ του Χολυγουντ με κομπλεξάρισε ούτε που της Ντίνας οι φιγούρες ήταν πια για άλλον άντρα. Το κατάπια χωρίς πολλά πολλά δράματα: ανάμεσα από μένα και τον Antonio μια λογική γυναίκα αυτόν διαλέγει. Κανένα δράμα, ίσα-ίσα, που το ευχαριστήθηκα γιατί δεν είναι καλό να μένουν όνειρα ανεκπλήρωτα κι η Ντίνα 30 χρόνια τώρα φαντασιώνονταν να βρεθεί σε τε-τα-τετ μαζί του. (Είδα με τα ίδια μου τα μάτια αυτό που λένε όλοι: «ο Antonio πάνω απ’ όλα, είναι καλός άνθρωπος» Κατ’ αρχήν δε μας άφησε να πληρώσουμε πεσέτα! Σε πεσέτες ήρθε ο λογαριασμός, τον είδα κι αυτόν με τα ίδια μου τα μάτια.) Και για να είμαι δίκαιος πρέπει να πω πως ό,τι έκανε, δεν το ’κανε σαν κανένας «σαλιάρης» για να κάνει εντύπωση στη Ντίνα. Κέρασε με την ψυχή του και τη Ντίνα και μένα γιατί δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ήμαστε στην πόλη του και θα πληρώσουμε. (Μαλαγένοι κι οι δυο αλλά, καμιά σχέση ο Antonio με τον Picasso!)
Ποδοβολητό στο ποδοβολητό σαν άλογα αφηνιασμένα βρεθήκαμε στη Χερέθ. Ήπιαμε ένα jerez, cherry το λέν οι άγγλοι. Υποτίθεται χωνευτικό γιατί εμένα, μου ’χε καθίσει ο γόνος τού καλαμαριού σαν απόγονος: στο λαιμό, στην πλάτη, στο σβέρκο…παντού.
Από κει, επόμενος σταθμός τής περιοδείας, δυο τζούρες η Αλμερία (ακόμα ζαλισμένος είμαι.) Πώς το στρίβουν έτσι οι τσιγγάνοι και μοιάζει με φουγάρο πλοίου! Πύραυλος έγινε κι η Ντίνα.
Ρουφηξιά στη ρουφηξιά "εκτοξευθήκαμε" στο Palos της Ουέλβας, πάνω στην τρίτη Καραβέλα, τη Σάντα Μαρία συγκεκριμένα, ξύλο ιδανικό για τα τακούνια μας! Τραβάει η Ντίνα άλλη μία ρουφηξιά, τίποτα. Προσπαθώ και ’γω, τίποτα πάλι! Με τόση υγρασία ο Ατλαντικός, πώς να τραβήξει το τσιγάρο! (Ευτυχώς γιατί, μια ρουφηξιά ακόμα κι έτσι όπως ήταν «φτιαγμένη» απ’ τον Banderas, θα ’βλεπε τον Λόρκα για Ριτσαρντ Γκιρ. Απ’ το ’80 το 'χε αυτό το δίλλημα ανάμεσα στο Γκιρ και τον Μπαντέρας.) Ξαφνικά, μπροστά στη μύτη μας, ανάβει ένας αναπτήρας, τραβάει η Ντίνα και το τσιγάρο ξανάναψε. Σηκώνουμε με δυσκολία το κεφάλι και τι να δούμε: ο Κολόμβος, στην τρίχα ντυμένος Καπετάνιος. Δε λέει που ακόμα δεν έμαθε πού είχε φτάσει, ήθελε να την παραπλανήσει στ’ αμπάρια! Θα τα ’βρισκε και τ' αμπάρια; Εδώ ολόκληρες Ινδίες δε βρήκε! (Εγώ ούτε που τον κοίταξα. Αν του δώσεις αέρα του άσχετου θέλει να κάνει κουμάντο μετά.) «Να δεις» της λέω της Ντίνας στ’ αυτί «που αν το «κάνεις» μια φορά μαζί του, μετά θα μας παριστάνει και τον Μάνατζερ και θα θέλει να κανονίζει και τις περιοδείες μας, Κράτα τον σε απόσταση, θα μας διαλύσει αυτός σαν τη Γιόκο Όνο!» Δε χρειάστηκε να το ξαναπώ. Σιγά μην παρατούσε εμένα η Ντίνα για έναν τυχοδιώκτη. Είχε γνωρίσει αρκετούς τού είδους και στα δύσκολα που φαίνονται οι φίλοι, ήξερε που είναι η θέση της. «Déjanos en paz Cristobal» του κάνει και φύγαμε. (Σε ελεύθερη μετάφραση: Αι παράτα μας Χριστόφορε) .
Και πού δεν πήγαμε σήμερα με καράβι το youtube και κουπί την Ανάγκη. Έτσι κι αλλιώς ονειροπόληση ήταν και μάλιστα υποχρεωτική λόγω αποχαιρετισμού, όχι σαν αυτά τα προαιρετικά με τα κόστη τα έξτρα, τα απρόβλεπτα. Το ήξερα το κόστος απ’ τη αρχή, δεν είναι προαιρετικός ο πόνος μετά από 30 χρόνια αγάπης.
22/7/2012., 6:30.
Μούσκεμα έγινα!
Κι απ’ τη ζέστη, -στη Λάρισα Ιούλιο είμαι τι περιμένω- κι απ’ την κουβέντα με το Γιώργο τον αδερφό της Ντίνας, ώρες ατέλειωτες μέσα κι έξω απ’ το Νοσοκομείο. Ο πιο αγαπημένος φίλος μου στην εφηβεία, χάρη σ’ αυτόν μπήκε στη ζωή μου η Ντίνα.
Λάρισα--22/7/2012., 11:10.
Η Ντίνα πήγε στον Ουρανό.
«Ξεκουράστηκε» είπαμε όλοι λες κι είναι ξεκούραση στα 50 σου να μην κάνεις τίποτα. Να μην αναπνέεις, να μην περπατάς, να μην κάνεις έρωτα όταν έχεις όρεξη κι όταν δεν έχεις, ας πούμε επειδή είσαι Ζωντανά κουρασμένος να μην κάνεις. Αυτή η κούραση είναι ειδική και τόση που για να ξεκουραστείς δεν πρέπει να κάνεις Τίποτα. Ούτε αυτό που λέμε «κάτσε να ξεκουραστείς». Όχι, ούτε να καθιστός. Πάντα, ή καλλίτερα, για πάντα ξαπλωμένος και μόνο ανάσκελα. Ωραία ξεκούραση! Να τη χαίρονται όσοι τη βγάλαν έτσι!
Μαδρίτη, 13/8/2012
Ντίνα μου, αν και εφόσον φτάνει ως εκεί η χάρη και η εμβέλεια του facebook,των Blogs, των εφημερίδων και των προσευχών, ας κάνουν τη χάρη στην Ανάγκη μου να επικοινωνήσω μαζί σου. Δεν είμαι καλά σήμερα. Σήμερα σου λέω ότι το status μου είναι ασταθές.
Είναι τα γενέθλιά μου σήμερα και κάθε φορά που χτυπάει το τηλέφωνο, ξεχνάω ότι πέθανες και νομίζω είσαι εσύ. Εσύ όμως πέθανες κι εγώ πρέπει να το αποδεχτώ εκτός κι αν ξέρεις κανέναν άλλο τρόπο.
Γιάννης
(στη φωτο, οι δυο χορευτές σε παλιότερη περιοδεία τους.)
Υ.Γ.:
Βαρκελώνη, 22/8/2012, ένας μήνας ακριβώς από την «ξεκούραση» της Ντίνας
Θα κάνω κι άλλα ταξίδια μαζί της. Γιατί μου μένει αυτός ο τρόπος που μόνος μου έφτιαξα. Αυτή είναι η ελπίδα μου τώρα. Οι «τρόποι» που θα φτιάχνω μόνος μου κάθε φορά που θα μένω πίσω μέχρι να ’ρθει η ώρα και για τον δικό μου Ουρανό. Η ώρα που δίπλα στην παύλα των γενεθλίων μου θα μπει τελεία και παύλα.
Αυτή την Ελπίδα μοιράζομαι και λέω να φτιάξουμε «τρόπους» δικούς μας για όσα η πραγματικότητα λέει ότι ΔΕ ΓΙΝΟΝΤΑΙ. Είναι Άβατο οι «τρόποι μας», Απαραβίαστο, Ακατανίκητο, Αλάνθαστο, Αβύθιστο. Αφού το «συλλογικό» δε λέει να ξυπνήσει, και το «ατομικό» είδαμε πού μας κατάντησε, μένει ο προσωπικός μας τρόπος. Αν βρει ο καθένας τον «τρόπο του», να μη μένουν ανεκπλήρωτα τα όνειρα, ούτε η Bilderberg δε θα τα βγάλει πέρα μαζί μας.
Υ.Γ.: Γρανάδα, 11/9/2012. Ντίνα μου, πέθανε κι η θεία Ιφιγένεια σήμερα. Με την «ευκαιρία» τής έδωσα να σου φέρει κάτι c.d που σου ’γραψα. Κι έβαλε κι η μάνα σου λίγα αυγά κι ένα κοτόπουλο. Μη μας παρεξηγείς. Εσύ ειδικά το ξέρεις πια πολύ καλά ότι πρώτα βγαίνει η Ψυχή και μετά η φτιαξιά τού καθενός μας.
Γιάννης Λυμτσιούλης