Το Νοέμβριο του 1994 νοίκιασα ένα δυάρι στην οδό Μοσχονησίων 29, στην Πλατεία Αμερικής. Απ’ το ’90 στην Αθήνα, επιτέλους, και τί δεν είχα σ’ αυτό το σπίτι, κατ' αρχάς
δεν κοιμόμουν αγκαλιά με πιάτα κι τηγάνια, ήταν αλλού η κρεβατάρα μου, απ’ τα 8 μου που γεννήθηκε η Ειρήνη επιτέλους ξανάχα υπνοδωμάτιο κατάδικό μου, μπορούσα να έχω την πολυτέλεια να μην κατεβάσω τα σκουπίδια με τ’ αποφάγια, κοιμόμουν αλλού, δούλευα ήδη στο MANOS TRAVEL, επιτέλους είχα 1 δουλειά και καλή όχι 4, είχα σταματήσει να μοιράζω φυλλάδια έξω απ’ τη Νομική, και με το παπάκι εξωτερικές δουλειές για ένα λογιστικό γραφείο το πρωί και το απόγευμα, διανομή πίτσας και μάθημα στο Γαβρήλο, ένα παιδάκι που ίσως έχει δικά του παιδιά τώρα, τα σταμάτησα και τα τέσσερα, είχα μια δουλειά που με πλήρωναν, μπορούσα και ‘γω να 'μαι εντάξει στις υποχρεώσεις μου, νοίκιασα ένα σπίτι που μου άρεσε, μπορούσα να κοιμάμαι μακριά απ’ το θόρυβο του ψυγείου και του δρόμου, τέρμα ισόγεια και υπόγεια, στον 4ο πια, αναρριχήθηκα ψηλά είχα βεράντα, είχα όνειρα τεράστια με θέα την εξωτική Πατησίων αλλά, το πιο σημαντικό απ’ όλα… απ’ όλα όλα όλα το σημαντικότερο ήταν που μετά από 4 χρόνια εγκρίθηκε επιτέλους η αίτησή μου για τηλέφωνο! Ο φοιτητής θα ‘χει τηλέφωνο στο σπίτι, τέρμα το ψιλικατζίδικο, οι θάλαμοι και οι ουρές, ήρθαν το πέρασαν… καλώδια παντού, χαρά που μπλέκονταν στα πόδια μου κι έπεφτα, φίδι που μ' έζωνε καλώδιο τεράστιο παντού στο σπίτι, να φτάνει και στο μπάνιο, να βγαίνει και βόλτα να καπνίσει μαζί μου στη βεράντα αγναντεύοντας την μποέμ 28ης Οκτωβρίου, μοναδικές στιγμές, είχα τηλέφωνο επιτέλους, απερίγραπτη χαρά, μια βδομάδα ολόκληρη χαρά με το τηλέφωνο στο χέρι, καλώ ξανακαλώ, δίνω το νούμερο, χτυπάει, ξαναχτυπάει….χτυπάει ξανά…
Ουρλιαχτό!!!!
Η γιαγιά ουρλιάζει στην άλλη άκρη της γραμμής…
- «Πάει ο παππούς»!!! «Ο παππούς…!!!!»
Είχε πεθάνει κι ο τρίτος μου παππούς! Ο πρώτος, του πατέρα μου ο βιολογικός πατέρας, ο Γιάννης Λυμτσιούλης ξεμπέρδεψε νωρίς, στο μέτωπο της Αλβανίας 21 χρόνων κι από τότε παριστάνει τον παππού καμαρώνοντας παιδάκι σε δυο όλες κι όλες φωτογραφίες που απόμειναν απ’ αυτόν.
Ο δεύτερος, της μάνας μου ο πατέρας, ο Απόστολος Χριστοδούλου, έφυγε λιγότερο ηρωικά, μ’ ένα τσιγάρο στο χέρι, από γάγγραινα, αρνήθηκε πεισματικά μέχρι τέλους την ανταλλαγή δώρων που του ‘χαν προτείνει οι γιατροί, «θα σου κόψουμε το πόδι και θα ζήσεις», «όχι, εγώ μ’ ένα πόδι δε βγαίνω στο χωριό», το Δεκέμβριο του 1976, ήρθε ο πατέρας μου στο σχολείο, πρωτάκι εγώ κι έμαθα άρον-άρον να συλλαβίζω καινούρια λέξη ,
Θ + Α : ΘΑ ,
Ν + Α : ΝΑ
Τ + Ο + Σ: ΤΟΣ…
Όλο μαζί τώρα: ΘΑΝΑΤΟΣ.
Ήρθε ο πατέρας μου, διέκοψε το μάθημα, κάτι ψιθύρισε στην κυρία Βίκυ τη δασκάλα, φύγαμε, χαρά εγώ που γλύτωνα τις τελευταίες προτασούλες… «Λόλα νά ένα φέρετρο», «Λόλα, άσε τα λουλούδια στα πόδια του παππού»...
Το βράδυ εκεί, ξενύχτι, με τον παππού τον Αποστόλη όλη νύχτα γύρω απ’ το φέρετρο, πρώτη φορά τον έβλεπα χωρίς τσιγάρο στο χέρι αλλά του βάλαμε την άλλη μέρα πακέτο ολόκληρο να πάρει μαζί του, ένα πακέτο δε του φτανε μόνον για το πρωί αλλά δε θα βγάζαμε απ' την κάσα τον παππού για να τη γεμίσουμε με κούτες, όλη νύχτα εκεί και μια μύγα να μη φεύγει, ήταν η ψυχή του παππού έλεγαν κάτι γυναίκες που δεν τις ήξερα, χοντρές με μαύρα, «η ψυχή μύγα» σκέφτηκα εγώ, μαύρισε απ’ το κακό της που πρέπει να πετάξει μακριά απ’ τη γιαγιά Κατίνα, έρωτας μεγάλος, απ’ τα 16, κλέφτηκαν κι έκαναν 7 παιδιά, αποχαιρέτησαν τα τέσσερα για Αυστραλία, έμειναν με χέρια αδειανά, έζησαν μαζί τα πάντα, τα έζησαν όλα μαζί, πάντα μαζί κι όλο αυτό τώρα τέλειωνε, τί να μη γίνει μύγα μαύρη κι άραχνη η ψυχή που πρέπει ν' αφήσει πίσω της ζωή ολόκληρη…
Έτσι είχα τώρα 2 παππούδες σε φωτογραφία κι έναν τρίτο, τον δεύτερο του πατέρα μου πατέρα, τον άντρα τής γιαγιάς τής Δήμητρας. Είχε ποδήλατο αυτός ο παππούς, και τα ‘πινε τα κρασάκια του κι έπεφτε απ’ το ποδήλατο καμιά φορά και δε γύριζε στο σπίτι και τον ψάχναμε με τα ξαδέρφια μου, τον Βαγγέλη και τον Γιάννη… Και τον βρίσκαμε συνήθως σε κάποιο χαντάκι να τραγουδάει τρισευτυχισμένος και μόνος.
Νοέμβριος 1994. Μοσχονησίων 29…χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνει ο Αντόν, η γιαγιά ουρλιάζει…
«Πάει ο παππούς»!!!
«Ο παππούς…!!!!»
Κι έτσι έκλεισε το Τρίγωνο των Παππούδων μου. Τους τακτοποίησα όλους σε φωτογραφία και σε καρδιά, ο καθένας πήρε τη θέση του, πήρα το τρένο, Αθήνα-Λάρισα για την κηδεία… Συμβαίνει κάτι απερίγραπτο όταν ταξιδεύεις με αιτία το θάνατο. Άλλο να σε βρει εκεί στο ίδιο μέρος, το ταξίδι όμως προς τα κει δίνει έναν χρόνο που δε μετριέται με το ίδιο ρολόι, είναι χρόνος που τρέχει με την ταχύτητα του μυαλού.
Έφτασα.
Χάλκη Λαρίσης.
Αγκαλιά, φιλί στο μέτωπο, κονιάκ, καφές, αρνάκι με ρύζι, θυμίαμα, θυμάμαι και τα λουλούδια αυτά τα δημητριάτικα, όποτε τα μυρίζω από τότε μυρίζω θάνατο, έτσι μυρίζει ο θάνατος για μένα, αυτό αποφάσισε να κάνει print η μνήμη.
Τρένο, πίσω πάλι στην Αθήνα, συνεδρία ολόκληρη το μυαλό στο τρένο, και γιατρός και ασθενής δύο σε ένα και το σκαμπό στο μπαρ σε ρόλο Καναπέ… Γύρω μου όλο Αλβανοί, σκαμμένα πρόσωπα, καμένα απ’ τον ήλιο, 1994, ο κάμπος ο Θεσσαλικός εξαρτάται σιγά-σιγά απ’ τον ιδρώτα των Αλβανών, ένα μέρος της Ελλάδας αρχίζει να ετοιμάζει freddo, άλλοι θα δουλεύουν πια…
Το τρένο σταματάει, ξανά μπροστά, ξανασταματάει, όλοι καπνίζουν, Λάρισα, Παλαιοφάρσαλος… Λαμία… Μοσχονησίων 29, κάθομαι στο γραφείο, γράφω, από ανάγκη γράφω, να βάλω σε τάξη την συνεδρία του τρένου… Παλαιοφάρσαλος… Λαμία, Λιανοκλάδι, Θήβα Λειβαδιά, κάθε φορά που έσκουζε μ’ αυτή την ενοχλητική άνευ λόγου ψευτομάγκικη φωνή ο ελεγκτής «Λαμία – Λιανοκλάδι… απ’ την αριστερή πλευρά σύμφωνα με τη φορά…» «…σταμάτα να τσιρίζεις, μιλάω με τον παππού…» «Θήβα…» «σκάσε γαμώτο… αυτή η μύγα τώρα πού βρέθηκε…; Νοέμβριο μήνα μύγα» Θήβα, Αθήνα, Σταθμός Λαρίσης, Πλατεία Αμερικής, γράφω στη Μοσχονησίων, 4 μέρες συνεχόμενες γράφω, δε βγήκα καθόλου, καθόλου 4 μέρες και νύχτες…
Κι έδωσα στον Αντόν να διαβάσει ό,τι είχε ξεράσει το μυαλό μου όσο ο τύπος τσίριζε «Λειβαδιά».
- «Θα καταλάβω εγώ τα γράμματά σου;».
- «Καλά θα στο διαβάσω εγώ.»
Κι έκανα την πρώτη ανάγνωση.
«The Virus»! Είχα γράψει ένα έργο γι’ αυτόν το ιό που χτυπάει την κάθε οικογένεια, τις σχέσεις μέσα τις διαπλεκόμενες, κάθε οικογένεια έχει διαπλεκόμενες σχέσεις κι έναν ιό δικό της, δικιά της αρρώστια καταδικιά της η κάθε οικογένεια.
1996, ο Anton αποφασίζει να ανεβάσει το το ανεβάσει «The Virus» στις Φιλιππίνες. Θέλει ν’ αποδείξει το πόσο οικουμενικός είναι αυτός ο ιός που χτυπάει τις οικογένειες όταν έρχεται η ώρα να κληρονομήσουν, Έλληνας και Φιλιππινέζος καραδοκούν με το ίδιο πάθος πάνω απ’ την κληρονομιά του ετοιμοθάνατου, παγκόσμια επιδημία το «εγώ» όταν φτάνει η ώρα του συμβολαιογράφου.
1997. Μανίλα.. Ο Anton Juan είχε δίκιο. Όλα τ’ ανθρώπινα, τα ελαττώματα τουλάχιστον είναι παγκόσμια.
Μανίλα, εγώ βλέπω τις πρόβες και κάθε βράδυ γράφω και μια άλλη Σκηνή.
Πρεμιέρα.
Με το που το είδα ολόκληρο, το βράδυ το ξανάγραψα. Τότε πρωτοκατάλαβα πως μόνο στη σκηνή τελειώνει ένα θεατρικό, πριν, απλά νομίζεις ότι το τέλειωσες.
«The Virus ή Το Μεθύσι του Νώε» πια! Καινούριο έργο αυτός ο Νώε, σαν απ’ το πλευρό του Αδάμ να έκανα την Εύα.
2.000, Αθήνα, Ζαν Μωρεάς 32, Άνοιξη, είχα αφήσει το κείμενο του έργου στο Νεοελληνικό Θέατρο στην οδό Σπυρίδωνος Τρικούπη με Κουντουριώτου, του Ναυάρχου, είμαι στο σπίτι μου στο Κουκάκι πια, εννοείται ότι έχω τηλέφωνο, χτυπάει, απαντώ, θερμή φωνή, θερμή παραίνεση του κυρίου Γιώργου Αρμένη, στέλνω το έργο στον Κρατικό Διαγωνισμό Δόκιμων Θεατρικών Συγγραφέων.
Χριστούγεννα του 2000, ξεναγώ στο καθεδρικό της Σεβίλλης, έχω μέχρι κινητό πια, από κει που παρακαλούσα τον ΟΤΕ 4 χρόνια για ένα σταθερό τώρα έχω κινητό, καταπληκτικό, τεράστιο, το μεγαλύτερο κινητό όλων των εποχών, χτυπάει στην τσάντα μου, είναι η Κική Δημουλά, διακόπτω την ξενάγηση... Η κυρία Κική Δημουλά ήταν η Αγγελιοφόρος αυτής της είδησης.
«Γιάννη μου….
….
….
Μόλις διάβασα στην εφημερίδα…βγήκαν τα αποτελέσματα του διαγωνισμού…
Το 2001 ήταν η χρονιά μου, μετακόμισα στην Μαδρίτη για το Μεταπτυχιακό, δε με πείραζε καθόλου που ξανακοιμόμουν αγκαλιά με τις κατσαρόλες, υπνοδωμάτιο, κουζίνα, σαλόνι τραπεζαρία σε ένα, σε 17 τετραγωνικά, ούτε η Νέα Υόρκη τέτοια ενοίκια, σπουδαία χρονιά το 2001, καινούρια χιλιετηρίδα, είχα και βραβείο είχαμε πια και ευρώ, γνώρισα και την Αλάιτζ, εκδόθηκε και το έργο απ’ τη «Δωδώνη», «πήγα κι από δω, πήγα κι από κει, παντού έτοιμος να γεράσεις ο κόσμος» που λέει κι η Δημουλά.
Το 'στειλα κι από δω το «βραβευμένο», το στειλα κι από κει... Ενδιαφέρον κι απ’ το Εθνικό, ενδιαφέρον κι απ’ το Θεσσαλικό, τηλέφωνα απ’ το ΔΗΠΕΘΕ Αιγαίου… Στο ράφι η περιζήτητη για κάνα τρίμηνο νύφη! Είμαι σίγουρος, σε ράφια και συρτάρια περνούν τα χρόνια τους πολλά έργα χίλιες φορές καλύτερα απ’ το δικό μου, περνούν τα χρόνια και τα έργα, φεύγει ο χρόνος, δουλειά δουλειά δουλειά, το 2005 ανέβηκε στη σκηνή μου άλλο, το πιο σπουδαίο έργο της ζωής μου, η Άλμπα μου, περνούν τα χρόνια, 2016, χτυπάει το τηλέφωνο, ο Δημήτρης Παραδείσης, είχαμε ταξιδέψει μαζί με το Δημήτρη, τον είχα ξεναγήσει με τη γυναίκα του την Ελένη με κάποιο γκρουπ εδώ στην Ισπανία, έμεινε μια σχέση τρυφερή από τότε...
τηλέφωνο...
- «γεια σου Γιάννη καλά;»
- «Δημήτρη…»
- Ξέρεις τί βρήκα;;
- Τί;
- Ένα έργο που έχει το όνομά σου απ’ έξω… Γιατί δε μου είπες ότι…
- Τί να πω δηλαδή ρε Δημήτρη…Σάμπως το θυμάμαι ότι το ‘γραψα; 23 χρόνια μετά…
- Θέλω να το ανεβάσω Γιάννη, μου δίνεις τα δικαιώματα;
Φαίνεται ότι για όλα έρχεται η ώρα. Πολλές χαρές έρχονται όταν πια δε μας καίγεται καρφί όμως κάποιες φορές ήμαστε ακόμα σε θέση να χαρούμε.
Με πολλή χαρά θα έρθω στην Αθήνα για να είμαι εκεί στην πρεμιέρα Δημήτρη. Με τιμά η απόφασή σου να αναμετρηθείς με τα 23 χρόνια στο Θιβέτ της αφάνειας. Θα είμαι εκεί στις 18 Ιανουαρίου, στο θέατρο Altera Pars να δω τί έκανε ο χρόνος και σε μένα και σε κείνο το ταξίδι, Λάρισα, Λαμία…Λιανοκλάδι, Σταθμός Λαρίσης… Μαδρίτη, Αθήνα, Μοσχονησίων 29, Ζαν Μωρεάς 32, Μεγάλου Αλεξάνδρου 123, Πέμπτη, 18 Ιανουαρίου 2018.
23 χρόνια μετά θα συναντηθώ μ’ ένα σωρό παππούδες-παιδάκια μέσα μου.
Καλή επιτυχία απ' την καρδιά μου Δημήτρη. Η επιλογή σου να βγάλεις τον ιό απ’ το συρτάρι, εύχομαι να γίνει τρένο που θα σε πάει εκεί που διψάει η ψυχή σου να φτάσεις. Να πεις εκ μέρους μου καλή επιτυχία και σ’ όλα τα παιδιά θιάσου. Δεν είναι λίγοι 14 άνθρωποι που κόλλησες τον ιό.
Anton, σ’ ευχαριστώ για όλα.
El Greco
Υ.Γ: Το έργο θα παίζεται κάθε Πέμπτη και Σάββατο στο Θέατρο Altera Pars, Μεγάλου Αλεξάνδρου 123, Κεραμεικός. Δυο παραστάσεις την εβδομάδα μέχρι τα μέσα Μαρτίου.
ΣΥΝΟΨΗ του έργου:
The Virus ή Το Μεθύσι του Νώε
του Γιάννη Λυμτσιούλη
Σε ένα μικρό ελληνικό χωριό, παγκοσμίου ακουστικής πάθη: φθόνος, θυσία,
φιλαυτία, αγάπη, υποκρισία, τρυφερότητα, πλήξη, καλοσύνη, εγωϊσμός,
ελπίδα, αλκοόλ, και χέρια απλωμένα πάνω από κληρονομιές πριν ακόμα
φύγουν απ' τη ζωή «τ' αγαπημένα πρόσωπα». Σα να ήταν ένας ναίφ πίνακας
του Σαγκάλ αυτό το έργο με θέμα τον κάμπο της Θεσσαλίας: λάσπη και βαμβάκι
παντού και πάνω απ’ τις σκεπές των σπιτιών ίπτανται αγκαλιά ματαιωμένα
όνειρα και ηλιοκαμένα ρυτιδιασμένα πρόσωπα.
Βαμβάκι παντού, ένας κατάλευκος κάμπος-σκηνικό με κοντράστ τις μαύρες
ψυχές όσων δε βρήκαν τρόπο ν’ αγαπήσουν άλλον εκτός απ’ τον εαυτό τους.
Μια μικρή κοινωνία στατική, σα σε αναπηρική καρέκλα όπου για αιώνες τίποτα
δεν αλλάζει δεν αλλάζει και που τώρα ξαφνικά, στο βάθος έχει για φόντο μια
κοσμογονική αλλαγή: πρόσφυγες και μετανάστες!
Τα χέρια των «νέων κατοίκων» του χωριού δουλεύουν σκληρά στα χωράφια,
στις οικοδομές, σκάβουν, χτίζουν, σερβίρουν, πλένουν, ξεσκονίζουν…και τα
παιδιά τους προσπαθούν να βρουν το χώρο τους μέσα σ' αυτό «τοπίο
σχέσεων» ανάμεσα σε ντόπιους και ξένους.
Η ζωή ενός χωριού μέσα απ' την ιστορία του ΠΑΠΠΟΥ, ο οποίος μ' ένα
ποτήρι κρασί παραπάνω, γίνεται ο ιστορικός τής Κοινότητας. Θυμάται και
διηγείται το παρελθόν μην ξεχαστεί, κάνει την Ιστορία παραμύθι για τα εγγόνια
παρατηρεί το παρόν και προειδοποιεί για το μέλλον.
Έφηβος, εραστής μιας χήρας του δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου κάποτε, τώρα
άντρας της, «παππούς» χωρίς να έχει αποκτήσει παιδιά κι εγγόνια, πατέρας
και παππούς των παιδιών και των εγγονών τη Μεγάλης Αγαπημένης: της
γιαγιάς
Βρήκε τρόπο στο κρασί ν’ αποφύγει τη ζωή του.
Το αλκοόλ, απ' τη μία τον
κάνει «προφήτη», απ' την άλλη όμως τον σκοτώνει. Λίγο πριν το τέλος,
σε μια στιγμή έκστασης γίνεται ο Νώε και καλεί μέσα στην «κιβωτό» του όποιον
απ' το χωριό κρίνει πως αξίζει να σωθεί. Παίρνει για δεδομένο πως δε χωράνε
όλοι, έμαθε απ’ τη ζωή πως πουθενά δε χωράνε όλοι και τώρα ως Νώε πρέπει
να διαλέξει ποιους θα πάρει στην Κιβωτό του: να σώσει μόνο τους ντόπιους,
συγγενείς, γείτονες, εχθρούς και φίλους μιας ζωής, ανεξάρτητα αν το αξίζουν ή
όχι; Ή να είναι ένας δίκαιος Νώε και στη θέση όσων ντόπιων μολύνθηκαν με
τον Ιό της φιλαυτίας να σώσει τους ξένους, πρόσφυγες και μετανάστες που ίσως
πολύ ειρωνικά να΄ ναι το μέλλον του χωριού και της φυλής της ίδιας;
Η συνέχεια επί Σκηνής…
No comments:
Post a Comment