«αξιολύπητη λέξη το ολόκληρο,
αλλοπαρμένη, σωματώδης περιφέρεται…»
Είπες:
«…βροχή ή δάκρυα;
Έρωτας ή τρόπος να μεγαλώνουμε;
Στεγνή στέκομαι ανάμεσα στα δυο ενδεχόμενα...»
Είπες: «δεν τα αντέχω τα τινάγματα του μέσα βίου έξω»
«λέξεις θεάρεστες θάψαν κρυφά νύκτωρ τον αδερφό τους, έκθετον στα όρνια της ατίμωσης, λες και θαμμένος παύει να είναι ατίμωση ο θάνατος…»
Σα κραυγή βγήκε απ’ το στήθος της ψυχής σου αυτό το… «…λες και θαμμένος παύει να είναι ατίμωση ο θάνατος…»
Χιλιάδες οι λέξεις που θα σ’ ευγνωμονούν Κική μου και βάλε ανάμεσα κι έναν άνθρωπο. Πολλοί θα 'ναι, αλλά έναν τουλάχιστον βάλτον από τώρα, εμένα, σου είμαι βαθιά αιώνια ευγνώμων! Εσύ στερέωσες τον τρόπο μου, τη ματιά μου στο κόσμο, εσύ μου έμαθες την κρυφή εικόνα και τη μυστική ζωή των πραγμάτων και των λέξεων, εσύ μ’ ενθάρρυνες να μη ντρέπομαι που είμαι απαισιόδοξος, είχες δίκιο, κάνουν όντως υπερκατανάλωση Ελπίδας οι απαισιόδοξοι, γι’ αυτό μένουν στεγνοί, με άδειες τσέπες…
Είπες,
«πρωτύτερα ο θάνατος τί ήταν, μια στάθμευση πολύωρη μαυρίλας πάνω στις ράγες του φωτός…
…μαλάκιο αηδές η ματαιότης, μιλώντας μεγαλοπιάστηκε κι έλαβε σάρκα και οστά που τ’ αφαιρεί βεβαίως από μας κάθε φορά για να ορθοποδήσει…»
Ήταν Νοέμβριος του 1997, είχα διαβάσει όλους τους γρίφους που που είχες φτιάξει ως τότε με τις λέξεις. Με την ορμή της νεότητας έπεισα άνθρωπο που είχε το τηλέφωνό σου να μου το δώσει…
«Γεια σας κυρία Δημουλά… μπλα μπλα μπλα… μπλα μπλα μπλα»
Ήταν Νοέμβριος του ’97 και στο πρώτο τηλεφώνημα εκείνο μου πες το μυθικό…
«Αν δε σας κάνει κόπο, ξανατηλεφωνήστε μου κατά τον Ιούνιο που θα χει ανοίξει ο καιρός»
Κι ήρθε Ιούνιος και ξανατηλεφώνησα… Αυτή είναι απ’ τις σημαντικότερες μάχες που κέρδισα στη ζωή μου Κική. Έμαθα να έχω υπομονή κι επιμονή για ό,τι πραγματικά επιθυμώ. Κι έγινε αυτό σπουδαία αρχή φιλίας… Σε κείνη την αρχή, θυμάσαι τη βραδιά που είχαμε πάει σινεμά, στο American beauty;
Μπορώ για ώρες και για μέρες και για χρόνια να μιλάω για σένα αλλά απ’ τη μία σήμερα είμαι βαθιά θλιμμένος κι απ’ την άλλη, ούτε εγώ τ’ αντέχω τα τινάγματα του μέσα βίου έξω.
Είμαι στην Αθήνα Κική μου, μου κανες αυτό το τελευταίο δώρο, να μπορώ να σε αποχαιρετήσω. Την ώρα που έμπαινες στο τούνελ κ22 Φεβρουαρίου στις 17:56 το απόγευμα του Σαββάτου, την ώρα που ξεκινούσες αυτή την πολύωρη στάθμευση μαυρίλας πάνω στις ράγες του φωτός, εγώ έμπαινα στο θέατρο να δω την «Απολογία της Μαρί Κιουρί». Γυναίκα κι αυτή, σπουδαία, τον μίσησε το θάνατο όσο και συ, του κήρυξε κι αυτή τον πόλεμο, ό,τι έβρισκε στη γη, κλείνονταν στο εργαστήριο και προσπαθούσε να το κάνει ουράνιο θείο δώρο, Ράδιο versus Θάνατος αυτή εσύ απ’ το Καταφύγιο της Κυψέλης, τον πόλεμο τον έκανες με Λέξεις, ουράνιο δώρο, ραδιογραφίες υπαρξιακής αγωνίας
«τί έγινε σε τόσο ίσιο δρόμο»
κι ανατράπηκε το εύλογο, κι από εκεί που τα ‘χε ορίσει όλα μια χαρά
«ο νομοθέτης όγκος, το μεγάλο ψάρι να τρώει το μικρό»
φτάσαμε στην ανατροπή του εύλογου
«το μικρό σκουλήκι να τρώει το μεγάλο άνθρωπο...»
Γνήσιο παιδί δικό σου Κική, απαισιόδοξος όσο αντέχω, θα πω όμως Καλή Αντάμωση, γιατί δεν αντέχεται το Χαίρε Ποτέ Ξανά Μαζί.
Θα πω καλή αντάμωση καταναλώνοντας λίγη ελπίδα ακόμα πως θα υπάρχει ένα Κάτι Άλλο, ένα Κάπου Αλλού και θα ξανασυναντυθούμε, και θα ξαναπάμε σινεμά, και θα ξαναδούμε εκείνη τη σακούλα να χορεύει με Ameican Beauty… και θα κλάψουμε πάλι όταν θ’ ακούσουμε τη φράση… «There is so much beauty in this world».
Σ’ ευχαριστώ για όλα Κική. Σ’ αφήνω τώρα ελεύθερη να χορεύεις στο μυαλό μου με τη σακούλα…
Γιάννης.
Υ.Γ: Δεν ξέρω αν υπάρχει τρόπος να το λάβεις το μήνυμα ετούτο πάντως, στο είχα πει και τότε, έτσι είναι τα ποιήματά σου, από τέτοια υλικά τα έφτιαξες όλα, ξερά πεσμένα φύλλα, μια πλαστική σακούλα, αέρας, μουσική, η φρίκη κι η οργή σου που η υπάρχει θάνατος, η αγάπη σου για τη ζωή... Εκεί που τελειώνουμε μεις, αρχίζει η θάλασσα Κική μου...