Έκανα πολλά ταξίδια αυτές τι μέρες, τουρισμό με το μυαλό αυτή την περίοδο. Είναι χρυσή ευκαιρία αυτή που ζούμε, χρυσή ώστε να συνειδητοποιήσουμε πόσο εύθραυστα είναι όλα κι απ’ όλα το πιο εύθραυστο εμείς. Σα γυάλινες φιγούρες, μινιατούρες Swarovski ο καθένας από μας στη βιτρίνα του ίδιου του τού σαλονιού, λίγο να σκοντάψει στο χαλάκι η πρόθεση για ένα όνειρο λίγο τολμηρότερο, λίγο πέρα απ’ τα σύνορα της καθημερινότητας και πάει, γίναμε κομμάτια και θρύψαλα σε μια στιγμή.
Πρώτα ζωή κανονική, ρουτίνα αλλά και σχέδια για ταξίδια, όνειρα, προγραμματισμός, ενθουσιασμός, μετά μια είδηση στην τηλεόραση ή στον υπολογιστή για έναν καινούριο ιό στην Κίνα, μετά όχι μια είδηση, πρώτη είδηση, μετά διαχείριση του τρόμου που προκαλεί η πρώτη είδηση κι ένα μεγάλο παγκόσμιο πάρτι αρχίζει!
Όπως ένα μικρό-μικρό μαχαίρι μπορεί να τελειώσει μια ολόκληρη ζωή με μεγάλα όνειρα, έτσι κι ένας μικρός-μικρός αόρατος ιός, σταγονίδια ενός φτερνίσματος μπορούν να σαρώσουν πλανήτη, κομμάτια ο γυάλινος κόσμο μας.
Έκανα πολλά ταξίδια αυτές τι μέρες, όλα με το μυαλό μου και είδα κι ένα όνειρο…
Ήταν κάτι τύποι, λίγο παράξενοι ομολογώ, φαινόταν άνθρωποι μιας κάποιας τάξης, καλοντυμένοι, περιποιημένοι, πολύ περιποιημένοι… Άντρες οι 4 απ’ τους 5. Ήταν σε μια τεράστια αίθουσα κι είχανε κάτι στα χέρια και το πατούσανε… πλησίασα, κοίταξα καλύτερα κι είδα ότι έπαιζαν σε play station… Δεν είχαν αντιληφθεί ότι ήμουν εκεί, κρύφτηκα και παρακολουθούσα… Σκύβω, κοιτάζω στην οθόνη τους και τί να δω… Πρωταγωνιστής στο παιχνίδι που έπαιζαν ήμουν εγώ και η Άλμπα, σα μαριονέτες μας κινούσαν με τα κουμπιά τους… Πέντε ιλουμινάτι έπαιζαν και γελούσαν και στοιχημάτιζαν… Ο ένας έλεγε ότι μπορεί να μας κλείσει μες στο σπίτι μας, ο άλλος ότι μπορεί να κλείσει το σπίτι μας κι ένας τρίτος, μέσα σε χάχανα έλεγε ότι μπορούσε σε τρεις μέρες να γκρεμίσει τη ζωή μας και να την ξαναχτίσει…
Οι άλλοι δυο δεν συμμετείχαν, έμοιαζαν με, ας πούμε εκπαιδευόμενους ιλουμινάτι.
Ακόμα και στ’ όνειρο έκπληκτος ήμουν, εγώ, στην οθόνη με τη μορφή μαριονέτας, κρεμόμουν από δυο χρυσά σκοινιά, φαινόταν σα να πάσχιζα να πιαστώ απ’ αυτά, να σκαρφαλώσω, να πάω πάνω, όπου κι αν ήταν αυτό το πάνω αλλά οι ίδιοι οι νόμοι της φύσης με καθήλωναν, η βαρύτητα έκανε την προσπάθειά μου να μοιάζει γελοία, μαριονέτα σε play station με κουνούσε ένας άγνωστος κι έσκαζε στα γέλια και δίπλα μου μια έφηβη… Κοιτάζω καλύτερα ήταν η Άλμπα μου, η Άλμπα ήταν μια μινιατούρα Swarovski, της είχαν βάλει και τη φίρμα στο πόδι χαμηλά, την είχε πάρει ένας απ’ αυτούς στην παλάμη του, έλαμπε καθώς στέκονταν όρθια στο χέρι του αχρείου που γελούσε με τις αντιδράσεις της… Δεν υπήρχε ήχος, όλα βουβά κι ασπρόμαυρα αλλά απ’ τις κινήσεις των χεριών της, απ’ την ένταση και τις εκφράσεις του προσώπου της φαινόταν οργισμένη, κατακόκκινα μάγουλα μέσα στ’ ασπρόμαυρο του ονείρου, έφηβη έξαλλη, λογικό σκέφτηκα, έφηβη είναι ενώ εγώ, ώριμος και ήρεμος, λογικό κι αυτό, είχα χαλαρώσει κι είχα αφεθεί στα σκοινιά μου, κρεμόμουν ήσυχος, έμοιαζε να τα αποδέχομαι όλα εύκολα και αδιαμαρτύρητα. Ο τύπος με την Άλμπα στην παλάμη του προχώρησε, προχώρησε προς ένα τεράστιο έπιπλο με κρυστάλλινα πορτάκια γεμάτο ράφια, κρυστάλλινα κι αυτά, σα προθήκες μουσείου, σα μια τεράστια βιτρίνα έμοιαζε αυτό και γω, σαν έτοιμος από καιρό, εξακολουθούσα να κρέμομαι και πια έμοιαζα ν’ απολαμβάνω την τελετουργική μεταφορά μου σ’ ένα απ’ τα ράφια.
Μας τοποθέτησαν και τους δυο στο γυάλινο έπιπλο αλλά σε διαφορετικά επίπεδα.
Την Άλμπα στο πάνω-πάνω ράφι, ώστε, εξαγριωμένη καθώς ήταν, αν τύχει και μπορέσει να κουνηθεί, να πέσει και να γίνει χίλια κομμάτια γυάλινη καθώς ήταν. Γύρω της, χιλιάδες, εκατομμύρια, δισεκατομμύρια άλλες μινιατούρες αιώνων, πρώην έφηβοι, τώρα Swarovski σε προθήκες όλοι.
Από κει ψηλά όμως που την είχαν βάλει έμοιαζε θεά, αρχαία κρυστάλλινη μινιατούρα θεά που τα έβλεπε όλα, έβλεπε μέχρι το μέσα δωμάτιο όπου οι τρεις απ’ τους πέντε συνέχιζαν να παίζουν με τα remote control στα χέρια…
Ξαφνικά ακούστηκαν βήματα, ένα μπουλούκι από ασπρόμαυρους σερβιτόρους μπήκε στην οθόνη στην «πίστα» όπου ήμασταν εμείς, πλησίασαν στο έπιπλο όπου μας είχαν τοποθετήσει και μας προσέφεραν από ένα ποτήρι κόκα-κόλα. Τώρα το μόνο χρώμα που ‘βλεπα στ’ όνειρό μου ήταν το logo του αναψυκτικού στα ποτήρια…
Η Άλμπα από πάνω κοίταζε πάντα τους μέσα που νευρωτικά δε σταματούσαν να πατάνε τα κουμπιά και ν’ αλλάζουν «πίστες» και βαθμούς δυσκολίας… Μου έκανε κανονική αναμετάδοση…
«Μπαμπούλη, τώρα μπήκαν σε μία «πίστα» που είναι κάτι αεροπλάνα που μοιάζουν με προϊστορικά πτηνά και με δεινόσαυρους, όπως στο Τζιουράσικ Πάρκ είναι μπαμπούλη, και βομβαρδίζουν, απ’ το στόμα τους, βγαίνει φωτιά απ’ όλο τους το σώμα, καίνε σπίτια με τους ανθρώπους μέσα… Τώρα άλλαξαν πάλι πίστα… μπήκαν σ’ έναν θάλαμο όπου είναι όλοι με άσπρες ποδιές… πρέπει να είναι γιατροί αυτοί… ναι, είναι γιατροί σε εργαστήριο… φοράνε μάσκες, στολές ολόκληρες σαν αστροναύτες, είναι σαν ταινία επιστημονικής φαντασίας μπαμπούλη… κοιτάζουν κάτι στο μικροσκόπιο… έλα να δεις μπαμπούλη… τώρα με μια λαβίδα παίρνουν κάτι και το βάζουν σ’ ένα μήλο… ανοίγουν ένα παράθυρο και πετάνε το μήλο έξω…»
Έντρομος, καταϊδρωμένος μες στ’ όνειρο, πίνω λίγη κόκα-κόλα και ξυπνάω… Κοιτάζω γύρω μου, όλα κανονικά, έξω απ’ το παράθυρο πλατάνια και Μαδρίτη, στο διπλανό δωμάτιο η Άλμπα, σε μέγεθος κανονικό, την αγγίζω, είναι από σάρκα και οστά, τίποτα κρυστάλλινο, όλα ανθρώπινα… Ακουμπάω το μάγουλό μου στο μέτωπό της, δεν έχει πυρετό… ούτε δαγκωμένο μήλο με ιό υπάρχει πουθενά στο δωμάτιο, όνειρο ήταν…
Ζούμε και πάλι μια δύσκολη στιγμή. Σα σε software ζούμε επαναλαμβανόμενα «ενδιαφέροντα χρόνια»… Ζούμε σ’ έναν γυάλινο κόσμο, εύθραυστο, γυάλινες φιγούρες, μινιατούρες Swarovski, στο θηριοτροφείο του φόβου μας, το σαλόνι του σπιτιού μας, εκεί φαίνεται πως είναι η θέση μας, εκεί είμαστε στα σίγουρα ασφαλείς, εκεί να μείνουμε μέχρι νεωτέρας…
Ζωή κανονική, ρουτίνα αλλά και σχέδια για ταξίδια, όνειρα, προγραμματισμός, ενθουσιασμός, μετά μια είδηση για έναν καινούριο ιό στην Κίνα… μετά στην Ιταλία, μετά στο μυαλό, ένα φτέρνισμα σαρώνει τον πλανήτη, σταγονίδια ματαίωσης πάνω στο γυάλινο κόσμο μας, ένα μικρό-μικρό μικρόβιο παραλύει το μυαλό, το μυαλό είναι ο στόχος.
Η επιχείρηση «Κορονοϊός» μοιάζει σα τζενεράλε μιας σπουδαίας πρεμιέρας που έρχεται στο εγγύς ή απώτερο μέλλον.
Αν χρειαστεί να ακυρωθούν και οι Ολυμπιακοί του Τόκιο, θ’ ακυρωθούν, αν πρέπει να καταρρεύσουν πύργοι, δίδυμοι, τρίδυμοι, τετράδυμοι, θα καταρρεύσουν, live, εντυπωσιακά μπροστά στα μάτια μας, πάση θυσία πρέπει να γίνει σαφές ποιος κάνει κουμάντο σ’ αυτόν το τόπο-πλανήτη και φοβαμαι πως αυτός είναι ο Φόβος.
Κι όταν οι ρόλοι ξεκαθαριστούν, όταν όλα βεβαιώσουν πως είμαστε υπάκουες μαριονέτες, εύχρηστες μινιατούρες τότε, ίσως αλλάξει η «πίστα» κι ο βαθμός δυσκολίας του «παιχνιδιού», τότε μπορεί να ξαναπαίξουμε και πάλι «κανονικότητα».
Λες και η Φύση η ίδια μας επαναφέρει στην τάξη θυμίζοντάς μας πόσο γυάλινοι, πόσο εύθραυστοι είμαστε.
ή σαν κάποιος προγραμματιστής απ’ αυτούς τους ιδιοφυείς κομπιουτεράδες να κατάλαβε ότι φοβόμαστε εύκολα κι έφτιαξε εφαρμογή και το ‘κανε παιχνίδι, σα gadget σε app store νιώθω.
Σαν περιττό αξεσουάρ καινούριας, αδοκίμαστης ακόμα εφαρμογής.
Δεν είναι μόνο ο Όργουελ με το «1984» ή ο Χάξλεϋ με τον «Θαυμαστό καινούριο κόσμο». Δεν είναι λιγότερο «προφήτης» ο Τένεσι Ουίλιαμς κάθε φορά που οικοδομεί γυάλινους κόσμους φτιαγμένους απ’ τους φόβους μας. (The Glass Menagerie,)
Ένα φτέρνισμα σαρώνει τον πλανήτη ολόκληρο, σταγονίδια ματαίωσης σε κάθε πρόθεση για χαρά.
Να τελειώνουμε.
Αν αυτό είναι το θέμα,
εύχομαι σύντομα, οι κυβερνήσεις να αγοράσουν τα εμβόλια που θα μας σώσουν κι απ’ αυτόν τον τρομερό ιό.
Αν το θέμα είναι η υπακοή,
εύχομαι σύντομα, να πείσουμε τους ιθύνοντες πως είμαστε ρυθμικά υπάκουοι και αρκετά φοβισμένοι.
Αν το θέμα είναι να κλείσουν και να εξαγοραστούν όλες οι μικρές επιχειρήσεις που κάθε φορά δεν αντέχουν στις κρίσεις, να γίνει κι αυτό να τελειώνουμε, να μπορέσουμε να γυρίσουμε πίσω στις μινιατούρες ζωές μας.
Κι αν είναι αληθινός ο κίνδυνος, θα τον νικήσουμε κι αυτόν, όπως τόσους και τόσους αληθινούς κινδύνους νίκησε στην ιστορία του ο άνθρωπος κι έφτασε από 35 να ζει 80, 90 κι 100 χρόνια. Αν είναι αληθινός ο κίνδυνος, θα τον νικήσει ο άνθρωπος.
Στο «Γυάλινο Κόσμο» του, ο Τένεσι Ουίλιαμς βάζει την Αμάντα, τη μητέρα να ζει μόνιμα με το παρελθόν. Η κόρη, η Λώρα, ανάπηρη στο πόδι, δεν κάνει ταξίδια μακρινά, φοβάται τον έξω κόσμο, προτιμάει να ζει με τη συλλογή της από γυάλινα ζωάκια και παλιών δίσκων γραμμοφώνου. Κι ο Τομ, ο γιος, βρίσκει καταφύγιο στην ποίηση, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο και το αλκοόλ.
Μέχρι να μπορέσουμε να ξαναταξιδέψουμε μένουν κι αυτές οι τρεις επιλογές, της Αμάντας, της Λώρα και του Τομ. Ή η δική μας, όποια είναι η δική μας…
G.
No comments:
Post a Comment