GERNIKA: Η ΔΙΚΙΑ ΜΟΥ ΓΚΟΥΕΡΝΙΚΑ.
Ούτε το δικό μου Αηντάχο ούτε το δικό μου Νταχάου.
(Απ΄την Παραγωγή στο Notre Dame)
(Από την παράσταση στο Λονδίνο)
(Από την παράσταση στο Notre Dame της Ιντιάνα.)
Στις 26 Απριλίου του 1937 βομβαρδίστηκε η Gernika, μια μικρή πόλη στη Χώρα των Βάσκων. Από τους γερμανούς, με τη σύμφωνη γνώμη του Φράνκο, είναι γνωστά αυτά.
Σήμερα που η Ισπανία και ο κόσμος ολόκληρος (;;;) θυμούνται και τιμούν την επέτειο της GERNIKA, σκέφτηκα εγώ άλλη καταστροφή, της ίδιας περιόδου και με τους ίδιους δράστες:
ΤΟ ΠΩΣ ΑΦΗΣΑΝ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΤΟΧΗΣ. ΟΙ ΑΛΛΕΣ, ΟΙ ΤΟΤΕ. ΚΑΙ ΜΑΖΙ Μ’ ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, ΕΙΠΑ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΚΗ ΜΟΥ GERNIKA, ΤΗΝ ΕΚΑΝΑ ΕΡΓΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΓΩ.
Μόλις είχαμε ξεκινήσει τη σχέση και αντί να κάνω κάτι
in
για μια κοπέλα 23 χρόνων τότε,
της λέω,
«θες να σου γράψω ένα έργο με τίτλο τ’ όνομα του πιο γνωστού απ’ όλα στην πατρίδα σου;»
Καλό σημάδι το θεώρησα τότε που δεν μου είπε,
«πάω για τσιγάρα»
και να εξαφανιστεί.
Αλλιώς βέβαια θα δω παρόμοιο πράμα αν σε λίγο (τρέμω αυτό το «σε λίγο»)
μου πει η Άλμπα,
«γνώρισα κάποιον και μου είπε ότι θα μου γράψει ένα έργο που θα λέγεται ΛΑΡΙΣΑ».
«Μήπως να γνώριζες κανέναν λίγο πιο light στα 23 σου αγάπη μου;»
θα της έλεγα μάλλον.
Είχα στο μυαλό μου τι ήθελα πω, το είχα συζητήσει με τον Gianni Clementi, (οι περισσότεροι τον ξέρετε πια, σας τρέλανα με την επιμονή μου να πάτε να δείτε τον «Εβραίο» του)
ήρθαν και συναντήθηκαν
προθέσεις
και αισθήματα
και γεννήθηκε η Gernika μου.
Ερωτεύτηκα την Αλάιτζ ακριβώς την εβδομάδα που πρότεινε ο Gianni να γράψουμε ένα έργο (θα εξηγήσω παρακάτω)
Και μπαμ, της δίνω κατ’ ευθείαν «Υπόσχεση Έργου».
Σε τρεις μέρες έτοιμο.
(Από την παράσταση στο Λονδίνο)
Κι αηδία να ήταν αυτό που έφτιαξα τότε, ήταν βέβαιο ότι στην Αλάιτζ θα άρεσε.
Ένας ερωτευμένος άνθρωπος, στις 15 μέρες με τρεις μήνες που κρατάει πάνω-κάτω
αυτή η πρώτη απερίγραπτη ένταση,
βλέπει με Μάτια Ειδικά ο Ερωτευμένος
Μετά της έγραψα κι άλλο, ούτε τον τίτλο δε θυμάμαι
και την πήρε ο ύπνος ενώ της το διάβαζα. (Έχω γράψει πολλές αηδίες. Σε άλλο "Γιορτή Πολεμιστών" μου ξεράθηκε ο Αντόν και δεν μπορούσα να τον ξυπνήσω με τίποτα.)
Μετά όμως έγραψα για την Αλάιτζ το «ΔΙΔΥΜΟ ΟΝΕΙΡΟ» και δε μου κοιμήθηκε ούτε λεπτό.
Είναι αλάνθαστο κριτήριο να κρατήσεις ξύπνιο κουρασμένο άνθρωπο. Απ’ τα 21 της δουλεύει η Αλάιτζ, ξυπνάει στις 6:30.
Μετά, εκδόθηκε η Guernika μου στα ισπανικά. Έκδοση του Πανεπιστημίου της Βαλένθιας.
Μετά διαβάστηκε σε Αναλόγιο μέσα στα Ερείπια ενός παλιού μοναστηριού στη Valdigna.
Ύστερα το μετέφρασε ο Αντόν στα αγγλικά, το διάβασε και η Αναστασία Ρεβή, και με τίμησε ανεβάζοντας το στο Λονδίνο, στο Oval House Theatre στην αγγλική μετάφραση του Αντόν…
Και λίγους μήνες μετά την πρεμιέρα του Λονδίνου, η Αναστασία
έκανε καινούρια παραγωγή,
σκηνοθεσία,
διανομή
και το έφερε στο Φεστιβάλ που διοργάνωσε εκείνη τη χρονιά, το 2006,
το Εθνικό Θέατρο στο Από Μηχανής Θέατρο.
(Από την παράσταση στο Λονδίνο)
Και μετά, του 'ρθε και του Αντόν και το ανέβασε στο Notre Dame της Ιντιάνα το 2009.
(Θα βρω τις φωτογραφίες κι από κείνη την παράσταση αλλά λόγω χαρακτήρος τώρα δεν ξέρω πού είναι)
Βρήκα τελικά κάποιες:
(Από την παράσταση στο Notre Dame της Ιντιάνα.)
(Από την παράσταση στο Notre Dame της Ιντιάνα.)
Σκεφθείτε,
ποιον σκηνοθέτη ξέρετε,
ποιον παραγωγό
ή ηθοποιό.
Τρία πρόσωπα μόνο έχει.
Και έχουν πιάσει πάτο και τα τρία.
Τρία στα τρία πάτο!
Στην κυριολεξία πάτο.
Το έργο διαδραματίζεται στο βυθό της θάλασσας,
πνιγμένοι μετανάστες
πνιγμένοι γιατί του βούλιαξαν,
όχι γιατί αναποδογύρισε το κανό τους.
Αλλά ελπίζουν.
Και οι τρεις.
Ελπίζουν ότι θα βρουν τον τρόπο να ξαναβγούν στην επιφάνεια.
Κι ο Θεός να βάλει το χέρι του.
Νά το κείμενο που είχα γράψει το 2006 για την παράσταση στο Λονδίνο (εκεί μιλάω σοβαρά, κουβέντα για τα άλλα, τα ερωτικά αίτια και περί Αλάιτζ).
Με την ευκαιρία λέω ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Αναστασία και στον Αντόν.
EL GRECO
ΜΑΥΡΗ ΓΡΑΒΑΤΑ
Η «Γκουέρνικα» γράφτηκε την τελευταία εβδομάδα του Ιουλίου του 2002. Άρα μιλάμε για την μετά «11ης Σεπτεμβρίου» εποχή. Στη «Διεθνή Συνάντηση Θεατρικών Συγγραφέων της Valdigna (Valencia)» τον Ιούλιο του 2002 ο ιταλός θεατρικός συγγραφέας Gianni Clementi μίλησε για μυστηριώδη –πολλά- ναυάγια στις ακτές της πατρίδας του. Τυχαία, όλα τα καράβια που ναυαγούν έχουν πάνω μετανάστες και χώρος για πολλά-πολλά περί του θέματος δεν περισσεύει στις εφημερίδες. Στα «ψιλά» περνάει πια η είδηση.
Πιο πολύ ένιωσα την αγωνία στα λόγια του Gianni, μην τυχόν και οι ιταλοί συμπατριώτες του εξοικειώθηκαν τόσο πολύ με τέτοιου είδους ειδήσεις και γεγονότα που δεν τα θεωρούν πια άξια λόγου. Θυμήθηκε τότε μια «περίφημη» -γι’ αυτόν τουλάχιστον- Συνέντευξη Τύπου του ιταλού Πρωθυπουργού Sylvio Berlusconi που αφορούσε ένα απ’ αυτά τα ναυάγια. Την βύθιση ενός αλβανικού πλοίου «KATER A RADES» που έφερε περίπου 130 αλβανούς μετανάστες από το ιταλικό πολεμικό «Sibila» στις ακτές του Bridisi. Ούτε λίγο ούτε πολύ ο ιταλός πρωθυπουργός είπε πως δεν βλέπει τον λόγο να ξοδευτούν χρήματα για να ανασυρθούν από τον βυθό οι σοροί των αλβανών του «KΑΤΕΡ A RADES». Και μάλλον αστειευόμενος, (είναι γνωστός χωρατατζής ο Σίλβιο) είπε ότι δεν μπορεί να αποκλείσει ότι οι αλβανοί πνιγμένοι περνάνε καλύτερα στον ιταλικό βυθό απ’ ότι όταν ήταν ζωντανοί στην αλβανική επιφάνεια.
Πρότεινε λοιπόν ο Gianni στους παραβρισκόμενους συγγραφείς να γράψουν κάτι για όσα συμβαίνουν στην πατρίδα του - και όχι μόνο-, πρότεινε να ξανασχοληθεί το θέατρο με τον άνθρωπο, την ανθρωπιά και την απανθρωπιά του και να πάψει -για λίγο τουλάχιστον- αυτή την τάση της περιστροφής γύρω από τον εαυτό του και τα ακατανόητα συχνά εσώψυχά του. Να βγει για λίγο το θέατρο από την τεχνητή ευδαιμονία του Δυτικού μας Κόσμου και να κοιτάξει δίπλα του, τις «άλλες πραγματικότητες»
Έγραψα τη Γκουέρνικα πατώντας στο συγκεκριμένο ναυάγιο που μίλησε ο Gianni, χωρίς να προσπαθήσω να το κάνω ένα «γενικό» ναυάγιο για να ’ναι πιο «μεγάλο».
Αλβανοί οι πνιγμένοι.
Ιταλικές οι ακτές.
Εν έτη 1998 το συμβάν.
Οι ήρωες του έργου τρεις τυχαίοι αλβανοί, μια γυναίκα και δυο άντρες. Παιδιά της συγκεκριμένης χώρας και της συγκεκριμένης ιστορικής τους συγκυρίας.
Η Σοβιετική Ένωση δεν υπάρχει πια,
ούτε και ισχυρός δικτάτωρ,
για δημοκρατία ούτε λόγος,
και ω σα να έλειπε το κερασάκι στην τούρτα ήρθε η κλοπή των πενιχρών οικονομιών του αλβανικού λαού με το μέγα σκάνδαλο, τις Τράπεζες Πυραμίδες.
Και τα λίγα που είχαν αποταμιεύσει οι αλβανοί δουλεύοντας σκληρά και απομονωμένοι από τον κόσμο σχεδόν μισό αιώνα τώρα τα έχαναν κι αυτά.
Και βγήκαν στους δρόμους,
φώναξαν,
έσπασαν,
έκαψαν,
γκρέμισαν,
γκρέμισαν και τις πόρτες των φυλακών,
εγκληματίες ανακατεύτηκαν με αθώους
κι άλλοι πήραν τα βουνά για μπορέσουν να περάσουν στη γειτονική Ελλάδα
κι άλλοι σαπιοκάραβα για την κομψή Ιταλία.
Όμως τα χρόνια του ’60 και του ’70 που η Αυστραλία πλήρωνε τα εισιτήρια των ελλήνων για να μεταναστεύσουν στην μακρινή ήπειρο και να προσφέρουν τα νιάτα και τον ιδρώτα τους πέρασαν. Είμαστε πια στην πρώτη (το 2006) δεκαετία του 21ου αιώνα όπου η Αγγλία του Τόνυ Μπλερ πληρώνει τα εισιτήρια στους μετανάστες που δέχονται να φύγουν από το Νησί και από πάνω τους δίνει κι ένα πριμ κάποιων χιλιάδων στερλινών για την θεάρεστη απόφασή τους να πάνε από κει που ’ρθαν.
Η Ελλάδα ξέρει καλά τη σημαίνει αλβανός μετανάστης. Το ξέρει κι απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Μια χώρα 10.000.000 δέχτηκε πάνω από 1.000.000 αλβανούς. Κι αν η Ελλάδα ξέρει από αλβανούς μετανάστες, η Ισπανία από νοτιοαμερικάνους, η Γαλλία από μαροκινούς, η Αγγλία από πακιστανούς…
οι μετανάστες επίσης ξέρουν ότι ευπρόσδεκτοι δεν είναι
κι ότι αν μπορούσε να γίνει κάτι,
«κάποιο λάθος»
και «το καράβι τους» να βουλιάξει πριν φτάσουν στη «Γη της Επαγγελίας»,
λίγοι θα φορούσαν μαύρη γραβάτα για να τους πενθήσουν.
Αυτό ακριβώς το γεγονός,
το γεγονός ότι «ξέρουν»,
εκτρέφει μέσα τους Θυμό,
που όταν μεγαλώσει θα γίνει Οργή και δύναμη καταστροφής.
Αυτό το Τέρας που λέγεται Οργή ενδεχομένως να κληθούν σύντομα να αντιμετωπίσουν οι δυτικές κοινωνίες
χωρίς την πολυτέλεια συνεντεύξεων τύπου
μιας και
απ’ τα πρώτα θύματα θα είναι τα μικρόφωνα και οι κάμερες των καναλιών
που συνήθως
«ζουμάρουν» στους μετανάστες όταν διαπράττουν κάποια παρανομία.
Οι πρώτες λέξεις του θεατρικού έργου «Γκουέρνικα» γεννήθηκαν μέσα από την ανάγνωση του ποιήματος της Κικής Δημουλά «Μαύρη Γραβάτα».
«Πότιζε εσύ τη γλάστρα
κι άσε να κλαίω.
Μόνο γράφε τους λόγους
μήπως κι οφείλω κι άλλη λύπη.
Θέλω να έχω τη συνείδησή μου ήσυχη
πως βασανίστηκα για όλα.
Γράψε πως κλαίω για έναν καθρέφτη.
Άλλοτε διακοσμητικό στοιχείο,
μαντείο τώρα.
(…)
«Κλαίω γιατί με ρώτησες
αν είδα την πανσέληνο.
Όχι, τίποτα ολόκληρο δεν είδα και δεν έζησα.
(…)
«Γράφε.
Πως κλαίω για τους τυφώνες,
Το λίγο φαΐ
το κάθε Λίγο,
για τους σεισμούς
χωρίς προειδοποίηση.
Κλαίω επειδή χαμένη πάει
η είδηση που μου ’φερες
πως είδες χθες την πρώτη πεταλούδα.
Κλαίω γιατί δεν είναι είδηση το εφήμερο»
Γράφε. Κλαίω
επειδή (…)
Τα δάκρυα της Κικής Δημουλά μού φτιάξανε τη θάλασσα, ο Gianni μού ’χε δώσει το ναυάγιο, η Alaitz, -μια νεαρή βάσκα που ακριβώς εκείνες τις ημέρες μπήκε στη ζωή μου- με ταξίδεψε μέχρι την ιδιαίτερη πατρίδα της και τον πίνακα τού Picasso, κι εγώ, εγώ έβαλα το βυθό.
* (Τώρα εδώ θα έλεγα: Η Αλάιτζ μου έδωσε την αδρεναλίνη και την τεστοστερόνη.)
Και γέμισα το βυθό μου -χωρίς να δυσκολευτώ- με καράβια, ανθρώπους και ζώα.
Τους άφησα όλους κοιμούμενους εκτός από τρεις.
Γιατί η οικονομία –δυστυχώς – έχει λόγο και κει που ίσως δεν θα ’πρεπε.
Τρεις χαρακτήρες μόνο για να ’ναι φτηνή η παραγωγή αν μια μέρα βρεθεί κάποιος που αποφασίσει ν’ ανεβάσει το έργο.
Αν η Guernica του Picasso είναι μια
σπουδαία προβολή της ανθρώπινης διαστροφής
και των δραματικών ιστορικών στιγμών που φτιάχνουν τον καμβά του, (η εξόριστη ισπανική κυβέρνηση, ο ισπανικός εμφύλιος, ο Hitler «Προ των Πυλών», και η κτηνωδία των ναζιστικών βομβαρδιστικών στη μικρή βασκική πόλη Gernika)
η δικιά μου «Γκουέρνικα»
είναι μια μικρή προσπάθεια,
μια αρχή μόνο αντανάκλασης του καμβά της δικής μου ιστορικής στιγμής. Αντανάκλασης ενός κόσμου που έχω την αίσθηση ότι αλλάζει δραματικά κάθε μέρα
κι από την περίφημη 11η Σεπτεμβρίου
δραματικότερα,
μια ταπεινή απόπειρα
να βγάλω μια ασπρόμαυρη φωτογραφία
έχοντας σε πρώτο πλάνο
όσους στη ζωή τους καίει το φλας του καπιταλισμού: τους μετανάστες.
Σήμερα η ποίηση της Κικής Δημουλά εξακολουθεί να μου δίνει
πολύτιμους λίθους για κάτι γιαπιά που χτίζω που και που,
ο Gianni εξακολουθεί ως αγαπημένος φίλος,
ο Anton πνευματικός μου πατέρας
και η Alaitz γυναίκα μου και μάνα της Άλμπας.
Οι ζωές που άφησα στο βυθό χωρίς πνοή «για λόγους οικονομίας»
περιμένουν υπομονετικά τους σκηνοθέτες που θα ’ρθουν.
Να πάρουν τα κομμάτια τους, να τα ενώσουν αρμονικά ή όχι
και ν’ αρχίσει να παίρνει υδρόβια μορφή
το άλογο του μαροκινού καβαλάρη,
ο αδέσποτος ταύρος,
το χαμόγελο της φιλιππινέζας,
και το ταγκό του αργεντινού αλαζόνα.
Ένα ταγκό, - ας πούμε το «Preludio para el año 3001» του Astor Piazzola - που όσο έγραφα το έργο με βοήθησε να νανουρίσω τους πάντες
εκτός από τον Ρίκυ,
τον Μίρεκ
και την Πατρίσια.
Όταν «ξυπνήσουν» όλοι θα έχει τελειώσει η δικιά μου «Γκουέρνικα»
29-01-2006
Γιάννης Λυμτσιούλης
* Gernika στα βασκικά και Guernica στα καστεγιάνο, τα λεγόμενα ισπανικά.
https://www.youtube.com/watch?v=UyY416EFFsw
El texto que escribí para la puesta en escena en Londres.
BLACK NECKTIE
GUERNICA was written in the last week of July 2002. Hence we speak of the post-September 11 time frame. At the International Conference of Playwrights in Valdigna (Valencia) of July 2002, the Italian playwright Gianni Clementi spoke of the mystery of many ships sinking at the sea borders of his country. By chance, the passengers of all the ships that sunk had fleeing migrants, and the newspapers could not afford any space to explicate the multitude of details surrounding the theme. The news passed over it. I felt more the anguish in the playwright’s words, and, not without chance, so did his Italian compatriots who were left out in the dark with such type of news and facts which they deemed unworthy of attention. He remembered then a “famous” – to him at least – Press Conference of the Italian Prime Minister Sylvio Berlusconi which singled out one among the marine disasters: the sinking of an Albanian ship “KATER A RADES” that carried 130 Albanian refugees by the Italian warship “Sibila” in the sea frontiers of Brindisi. Neither little nor much did the Italian Prime Minister spoke about how he could not find the reason for allocating the funds to raise from the sea depths the mortal remains of the Albanians aboard the “KATER A RADES.” And perhaps jokingly, he said that he could not exclude that the drowned Albanians would spend their time more beautifully in the depths of the Italian sea than they would have in their Albanian land above.
Gianni therefore suggested to the playwrights who had gathered to write something about what was happening in his country and - more than that – suggested that theatre concern itself once more with the human being, his humanity and his inhumanity, and to hush – for the moment at least – this shallow bowl of his egocentricity and tireless soul search. That theatre depart for a while from the technical felicity of our Western (First) World and recognize beside it, “other realities.”
It is true that outside of our realities there are other, so many many other realities. And really far more cruel than ours. As my mentor, Anton Juan, says, “If, in one part of the world, an empty plastic bottle is garbage, in another part of the world, it is made into a vase” from an urgent need I believe to make beautiful even with a plastic flower a cruel life and the battle to survive.
I wrote GUERNICA touching base with the specific sea disaster that Gianni spoke of, without trying to make it a “general” or ordinary, if you wish sea disaster and make it “great.” Albanians are the drowned. Italian, the shores. It occurs in the period 1998. The protagonists of the work three randomly picked Albanians, a woman and two men. Children of a specific fatherland and its concrete historical junctions. The Soviet Union no longer exists; neither does the strong dictator, for democracy not a word, and as though from the cake was missing the candle, the plunder of a fledgling economy of the Albanian people by the great Pyramid Banking scandal. And the little that the Albanians had saved working to the bone, isolated from the world nearly half a century, done for.
And so the Albanians went out into a rampage in the streets howling, breaking, burning, tearing down, tearing down gates of prisons, the innocents merging with the condemned, and multitudes escaped into the mountains to cross into neighboring Greece while others boarded decaying ships to elegant Italy.
But the 60’s and 70’s when Australia paid for the transportation of Greeks in order for them to migrate to the far desert and offer their youth and their sweat are past. We are in the first decade of the 21st century where the England of Tony Blair pays the plane tickets of migrants who accept to leave the British Isles and on top of it gives them the incentive of some thousand sterling pounds as merit for their decision to go whence they came. Greece knows so well what Albanian migrants signify. They know it in its good as well as from its opposite sense. A land of 10,000,000 accepted more than 1,000,000 Albanians. And if Greece knows well the significance of Albanian workers, Spain that of South Americans, France of Moroccans, and England of Pakistanis…the migrants likewise know that welcomed they are not and that if at all anything could have happened, that “by some mistake” [or] “their ship” sank just a little before arriving in the “Land of Work,” few would have worn the black tie to mourn their loss. Precisely this fact, the fact that they “know,” implants in them an anger, which when it grows will transform into a rage and a great catastrophe. The Western societies will soon come face to face with this Monster of Anger without the glitz of press conferences because one of the first victims will be the microphones and the cameras and channels which, normally, zoom in on the migrants the moment they commit some form of illegal action.
The first words of the theatre piece “Guernica” was given birth to within the text of the Kiki Dimoula’s poem, “Black Necktie.”
You water the plant
and let me weep.
Only, write down the reasons.
In case I owe yet another grief.
I want to have my conciseness in peace
That I was tortured for everything.
Write that I weep for one mirror
Once a decoration piece
now an oracle.
…
I weep because you asked me
if I saw the moon in its full
No, full nothing, neither I saw nor I leaved.
…
Write.
That I weep for the typhoons,
the little food
for every Little,
for the earthquakes
without warning.
I weep because it goes to waste
the news you brought me
that yesterday you saw the first butterfly.
I weep because it is no news the ephemereal
Write. I weep
because…
The tears of Kiki Dimoula created for me the sea, Gianni gave me the sea disaster,
Alaitz – a young Basque who, exactly on those days entered into my life – made me travel to her particular region and to the painting of Picasso, and I, I set the bottom of the sea. And I filled it – and it wasn’t hard – to fill it with the infinity of shipwreck and animals. I left them all sleeping except for three. Because economy, unfortunately, has word even be there where it shouldn’t. Three characters so it wouldn’t be too expensive for a production if one day is found one who would decide to mount it. If the “Guernica” of Picasso was a formidable weapon of human distortion and of the dramatic historical moments that framed his canvass, (the banished Spanish government, the Spanish civil war, the Hitler “In Front of the Tower,” and the beastliness of the Nazi bombardment of the small city of Guernica), my “Guernica” is a small action, only a beginning of the reflection of the canvass of my historical moments. Reflection of a world which I feel is changing dramatically each day, and from the famous September 11 even more dramatically, a humble attempt to take a black and white picture having on the first surface those who in their lives, burns them the flash of the capitalists: the migrant workers.
Today, the poetry of Kaki Dimoula continues to become the Beginning of the Principle of my words, Gianni a good friend, Anton my spiritual father and Allaitz my wife. The lives I have left in the bottom of the sea without giving them the breath of life “for economical reasons” wait with patience for the directors who will come. To take their remains and merge them into a harmonious whole and begin to take in aquatic shape
The horse of the Moroccan cavalry, the bull without a master, the smile of the Filipina maidens, and the tango of the sleeping Argentine. A tango, lets say the “Prelude for 3001” of Astor Piazzola that, as I was writing the work, helped me lullabye all to sleep, everyone but Ricky, Mirek, and Patricia. When all “awaken,” it will have been consummated my “Guernica.”
January 2006
YIANNIS LYMTSIOULIS
Ούτε το δικό μου Αηντάχο ούτε το δικό μου Νταχάου.
(Απ΄την Παραγωγή στο Notre Dame)
(Από την παράσταση στο Λονδίνο)
(Από την παράσταση στο Notre Dame της Ιντιάνα.)
Στις 26 Απριλίου του 1937 βομβαρδίστηκε η Gernika, μια μικρή πόλη στη Χώρα των Βάσκων. Από τους γερμανούς, με τη σύμφωνη γνώμη του Φράνκο, είναι γνωστά αυτά.
Σήμερα που η Ισπανία και ο κόσμος ολόκληρος (;;;) θυμούνται και τιμούν την επέτειο της GERNIKA, σκέφτηκα εγώ άλλη καταστροφή, της ίδιας περιόδου και με τους ίδιους δράστες:
ΤΟ ΠΩΣ ΑΦΗΣΑΝ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΤΟΧΗΣ. ΟΙ ΑΛΛΕΣ, ΟΙ ΤΟΤΕ. ΚΑΙ ΜΑΖΙ Μ’ ΑΥΤΗ ΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, ΕΙΠΑ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΚΗ ΜΟΥ GERNIKA, ΤΗΝ ΕΚΑΝΑ ΕΡΓΟ ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΓΩ.
Πολλά χρόνια μετά τον βομβαρδισμό στη γνωστή GERNIKA, πήγα και πήρα εγώ γυναίκα από κει. Την Αλάιτζ. (Δεν το κανα για να 'ναι από μέρος ιστορικό, σίγουρα.)
Μόλις είχαμε ξεκινήσει τη σχέση και αντί να κάνω κάτι
in
για μια κοπέλα 23 χρόνων τότε,
της λέω,
«θες να σου γράψω ένα έργο με τίτλο τ’ όνομα του πιο γνωστού απ’ όλα στην πατρίδα σου;»
Καλό σημάδι το θεώρησα τότε που δεν μου είπε,
«πάω για τσιγάρα»
και να εξαφανιστεί.
Αλλιώς βέβαια θα δω παρόμοιο πράμα αν σε λίγο (τρέμω αυτό το «σε λίγο»)
μου πει η Άλμπα,
«γνώρισα κάποιον και μου είπε ότι θα μου γράψει ένα έργο που θα λέγεται ΛΑΡΙΣΑ».
«Μήπως να γνώριζες κανέναν λίγο πιο light στα 23 σου αγάπη μου;»
θα της έλεγα μάλλον.
Είχα στο μυαλό μου τι ήθελα πω, το είχα συζητήσει με τον Gianni Clementi, (οι περισσότεροι τον ξέρετε πια, σας τρέλανα με την επιμονή μου να πάτε να δείτε τον «Εβραίο» του)
ήρθαν και συναντήθηκαν
προθέσεις
και αισθήματα
και γεννήθηκε η Gernika μου.
Ερωτεύτηκα την Αλάιτζ ακριβώς την εβδομάδα που πρότεινε ο Gianni να γράψουμε ένα έργο (θα εξηγήσω παρακάτω)
Και μπαμ, της δίνω κατ’ ευθείαν «Υπόσχεση Έργου».
Σε τρεις μέρες έτοιμο.
(Από την παράσταση στο Λονδίνο)
Κι αηδία να ήταν αυτό που έφτιαξα τότε, ήταν βέβαιο ότι στην Αλάιτζ θα άρεσε.
Ένας ερωτευμένος άνθρωπος, στις 15 μέρες με τρεις μήνες που κρατάει πάνω-κάτω
αυτή η πρώτη απερίγραπτη ένταση,
βλέπει με Μάτια Ειδικά ο Ερωτευμένος
Μετά της έγραψα κι άλλο, ούτε τον τίτλο δε θυμάμαι
και την πήρε ο ύπνος ενώ της το διάβαζα. (Έχω γράψει πολλές αηδίες. Σε άλλο "Γιορτή Πολεμιστών" μου ξεράθηκε ο Αντόν και δεν μπορούσα να τον ξυπνήσω με τίποτα.)
Μετά όμως έγραψα για την Αλάιτζ το «ΔΙΔΥΜΟ ΟΝΕΙΡΟ» και δε μου κοιμήθηκε ούτε λεπτό.
Είναι αλάνθαστο κριτήριο να κρατήσεις ξύπνιο κουρασμένο άνθρωπο. Απ’ τα 21 της δουλεύει η Αλάιτζ, ξυπνάει στις 6:30.
Μετά, εκδόθηκε η Guernika μου στα ισπανικά. Έκδοση του Πανεπιστημίου της Βαλένθιας.
Μετά διαβάστηκε σε Αναλόγιο μέσα στα Ερείπια ενός παλιού μοναστηριού στη Valdigna.
Ύστερα το μετέφρασε ο Αντόν στα αγγλικά, το διάβασε και η Αναστασία Ρεβή, και με τίμησε ανεβάζοντας το στο Λονδίνο, στο Oval House Theatre στην αγγλική μετάφραση του Αντόν…
Και λίγους μήνες μετά την πρεμιέρα του Λονδίνου, η Αναστασία
έκανε καινούρια παραγωγή,
σκηνοθεσία,
διανομή
και το έφερε στο Φεστιβάλ που διοργάνωσε εκείνη τη χρονιά, το 2006,
το Εθνικό Θέατρο στο Από Μηχανής Θέατρο.
(Από την παράσταση στο Λονδίνο)
Και μετά, του 'ρθε και του Αντόν και το ανέβασε στο Notre Dame της Ιντιάνα το 2009.
(Θα βρω τις φωτογραφίες κι από κείνη την παράσταση αλλά λόγω χαρακτήρος τώρα δεν ξέρω πού είναι)
Βρήκα τελικά κάποιες:
(Από την παράσταση στο Notre Dame της Ιντιάνα.)
Το θυμήθηκα λόγω της Επετείου της Γκουέρνικας, 76 χρόνια φέτος από κείνη την Διαστροφή και δυστυχώς είναι επίκαιρο. Η δικιά μου Gernika κατοικείται από μετανάστες. Κι έτσι όπως ήρθαν τα πράματα δεν είναι μια μικρή πόλη όπως η βασκική. Παγκόσμια Μεγαλούπολη έγινε.
(Από την παράσταση στο Notre Dame της Ιντιάνα.)
Σκεφθείτε,
ποιον σκηνοθέτη ξέρετε,
ποιον παραγωγό
ή ηθοποιό.
Τρία πρόσωπα μόνο έχει.
Και έχουν πιάσει πάτο και τα τρία.
Τρία στα τρία πάτο!
Στην κυριολεξία πάτο.
Το έργο διαδραματίζεται στο βυθό της θάλασσας,
πνιγμένοι μετανάστες
πνιγμένοι γιατί του βούλιαξαν,
όχι γιατί αναποδογύρισε το κανό τους.
Αλλά ελπίζουν.
Και οι τρεις.
Ελπίζουν ότι θα βρουν τον τρόπο να ξαναβγούν στην επιφάνεια.
Κι ο Θεός να βάλει το χέρι του.
Νά το κείμενο που είχα γράψει το 2006 για την παράσταση στο Λονδίνο (εκεί μιλάω σοβαρά, κουβέντα για τα άλλα, τα ερωτικά αίτια και περί Αλάιτζ).
Με την ευκαιρία λέω ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Αναστασία και στον Αντόν.
EL GRECO
ΜΑΥΡΗ ΓΡΑΒΑΤΑ
Η «Γκουέρνικα» γράφτηκε την τελευταία εβδομάδα του Ιουλίου του 2002. Άρα μιλάμε για την μετά «11ης Σεπτεμβρίου» εποχή. Στη «Διεθνή Συνάντηση Θεατρικών Συγγραφέων της Valdigna (Valencia)» τον Ιούλιο του 2002 ο ιταλός θεατρικός συγγραφέας Gianni Clementi μίλησε για μυστηριώδη –πολλά- ναυάγια στις ακτές της πατρίδας του. Τυχαία, όλα τα καράβια που ναυαγούν έχουν πάνω μετανάστες και χώρος για πολλά-πολλά περί του θέματος δεν περισσεύει στις εφημερίδες. Στα «ψιλά» περνάει πια η είδηση.
Πιο πολύ ένιωσα την αγωνία στα λόγια του Gianni, μην τυχόν και οι ιταλοί συμπατριώτες του εξοικειώθηκαν τόσο πολύ με τέτοιου είδους ειδήσεις και γεγονότα που δεν τα θεωρούν πια άξια λόγου. Θυμήθηκε τότε μια «περίφημη» -γι’ αυτόν τουλάχιστον- Συνέντευξη Τύπου του ιταλού Πρωθυπουργού Sylvio Berlusconi που αφορούσε ένα απ’ αυτά τα ναυάγια. Την βύθιση ενός αλβανικού πλοίου «KATER A RADES» που έφερε περίπου 130 αλβανούς μετανάστες από το ιταλικό πολεμικό «Sibila» στις ακτές του Bridisi. Ούτε λίγο ούτε πολύ ο ιταλός πρωθυπουργός είπε πως δεν βλέπει τον λόγο να ξοδευτούν χρήματα για να ανασυρθούν από τον βυθό οι σοροί των αλβανών του «KΑΤΕΡ A RADES». Και μάλλον αστειευόμενος, (είναι γνωστός χωρατατζής ο Σίλβιο) είπε ότι δεν μπορεί να αποκλείσει ότι οι αλβανοί πνιγμένοι περνάνε καλύτερα στον ιταλικό βυθό απ’ ότι όταν ήταν ζωντανοί στην αλβανική επιφάνεια.
Πρότεινε λοιπόν ο Gianni στους παραβρισκόμενους συγγραφείς να γράψουν κάτι για όσα συμβαίνουν στην πατρίδα του - και όχι μόνο-, πρότεινε να ξανασχοληθεί το θέατρο με τον άνθρωπο, την ανθρωπιά και την απανθρωπιά του και να πάψει -για λίγο τουλάχιστον- αυτή την τάση της περιστροφής γύρω από τον εαυτό του και τα ακατανόητα συχνά εσώψυχά του. Να βγει για λίγο το θέατρο από την τεχνητή ευδαιμονία του Δυτικού μας Κόσμου και να κοιτάξει δίπλα του, τις «άλλες πραγματικότητες»
Έγραψα τη Γκουέρνικα πατώντας στο συγκεκριμένο ναυάγιο που μίλησε ο Gianni, χωρίς να προσπαθήσω να το κάνω ένα «γενικό» ναυάγιο για να ’ναι πιο «μεγάλο».
Αλβανοί οι πνιγμένοι.
Ιταλικές οι ακτές.
Εν έτη 1998 το συμβάν.
Οι ήρωες του έργου τρεις τυχαίοι αλβανοί, μια γυναίκα και δυο άντρες. Παιδιά της συγκεκριμένης χώρας και της συγκεκριμένης ιστορικής τους συγκυρίας.
Η Σοβιετική Ένωση δεν υπάρχει πια,
ούτε και ισχυρός δικτάτωρ,
για δημοκρατία ούτε λόγος,
και ω σα να έλειπε το κερασάκι στην τούρτα ήρθε η κλοπή των πενιχρών οικονομιών του αλβανικού λαού με το μέγα σκάνδαλο, τις Τράπεζες Πυραμίδες.
Και τα λίγα που είχαν αποταμιεύσει οι αλβανοί δουλεύοντας σκληρά και απομονωμένοι από τον κόσμο σχεδόν μισό αιώνα τώρα τα έχαναν κι αυτά.
Και βγήκαν στους δρόμους,
φώναξαν,
έσπασαν,
έκαψαν,
γκρέμισαν,
γκρέμισαν και τις πόρτες των φυλακών,
εγκληματίες ανακατεύτηκαν με αθώους
κι άλλοι πήραν τα βουνά για μπορέσουν να περάσουν στη γειτονική Ελλάδα
κι άλλοι σαπιοκάραβα για την κομψή Ιταλία.
Όμως τα χρόνια του ’60 και του ’70 που η Αυστραλία πλήρωνε τα εισιτήρια των ελλήνων για να μεταναστεύσουν στην μακρινή ήπειρο και να προσφέρουν τα νιάτα και τον ιδρώτα τους πέρασαν. Είμαστε πια στην πρώτη (το 2006) δεκαετία του 21ου αιώνα όπου η Αγγλία του Τόνυ Μπλερ πληρώνει τα εισιτήρια στους μετανάστες που δέχονται να φύγουν από το Νησί και από πάνω τους δίνει κι ένα πριμ κάποιων χιλιάδων στερλινών για την θεάρεστη απόφασή τους να πάνε από κει που ’ρθαν.
Η Ελλάδα ξέρει καλά τη σημαίνει αλβανός μετανάστης. Το ξέρει κι απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Μια χώρα 10.000.000 δέχτηκε πάνω από 1.000.000 αλβανούς. Κι αν η Ελλάδα ξέρει από αλβανούς μετανάστες, η Ισπανία από νοτιοαμερικάνους, η Γαλλία από μαροκινούς, η Αγγλία από πακιστανούς…
οι μετανάστες επίσης ξέρουν ότι ευπρόσδεκτοι δεν είναι
κι ότι αν μπορούσε να γίνει κάτι,
«κάποιο λάθος»
και «το καράβι τους» να βουλιάξει πριν φτάσουν στη «Γη της Επαγγελίας»,
λίγοι θα φορούσαν μαύρη γραβάτα για να τους πενθήσουν.
Αυτό ακριβώς το γεγονός,
το γεγονός ότι «ξέρουν»,
εκτρέφει μέσα τους Θυμό,
που όταν μεγαλώσει θα γίνει Οργή και δύναμη καταστροφής.
Αυτό το Τέρας που λέγεται Οργή ενδεχομένως να κληθούν σύντομα να αντιμετωπίσουν οι δυτικές κοινωνίες
χωρίς την πολυτέλεια συνεντεύξεων τύπου
μιας και
απ’ τα πρώτα θύματα θα είναι τα μικρόφωνα και οι κάμερες των καναλιών
που συνήθως
«ζουμάρουν» στους μετανάστες όταν διαπράττουν κάποια παρανομία.
Οι πρώτες λέξεις του θεατρικού έργου «Γκουέρνικα» γεννήθηκαν μέσα από την ανάγνωση του ποιήματος της Κικής Δημουλά «Μαύρη Γραβάτα».
«Πότιζε εσύ τη γλάστρα
κι άσε να κλαίω.
Μόνο γράφε τους λόγους
μήπως κι οφείλω κι άλλη λύπη.
Θέλω να έχω τη συνείδησή μου ήσυχη
πως βασανίστηκα για όλα.
Γράψε πως κλαίω για έναν καθρέφτη.
Άλλοτε διακοσμητικό στοιχείο,
μαντείο τώρα.
(…)
«Κλαίω γιατί με ρώτησες
αν είδα την πανσέληνο.
Όχι, τίποτα ολόκληρο δεν είδα και δεν έζησα.
(…)
«Γράφε.
Πως κλαίω για τους τυφώνες,
Το λίγο φαΐ
το κάθε Λίγο,
για τους σεισμούς
χωρίς προειδοποίηση.
Κλαίω επειδή χαμένη πάει
η είδηση που μου ’φερες
πως είδες χθες την πρώτη πεταλούδα.
Κλαίω γιατί δεν είναι είδηση το εφήμερο»
Γράφε. Κλαίω
επειδή (…)
Τα δάκρυα της Κικής Δημουλά μού φτιάξανε τη θάλασσα, ο Gianni μού ’χε δώσει το ναυάγιο, η Alaitz, -μια νεαρή βάσκα που ακριβώς εκείνες τις ημέρες μπήκε στη ζωή μου- με ταξίδεψε μέχρι την ιδιαίτερη πατρίδα της και τον πίνακα τού Picasso, κι εγώ, εγώ έβαλα το βυθό.
* (Τώρα εδώ θα έλεγα: Η Αλάιτζ μου έδωσε την αδρεναλίνη και την τεστοστερόνη.)
Και γέμισα το βυθό μου -χωρίς να δυσκολευτώ- με καράβια, ανθρώπους και ζώα.
Τους άφησα όλους κοιμούμενους εκτός από τρεις.
Γιατί η οικονομία –δυστυχώς – έχει λόγο και κει που ίσως δεν θα ’πρεπε.
Τρεις χαρακτήρες μόνο για να ’ναι φτηνή η παραγωγή αν μια μέρα βρεθεί κάποιος που αποφασίσει ν’ ανεβάσει το έργο.
Αν η Guernica του Picasso είναι μια
σπουδαία προβολή της ανθρώπινης διαστροφής
και των δραματικών ιστορικών στιγμών που φτιάχνουν τον καμβά του, (η εξόριστη ισπανική κυβέρνηση, ο ισπανικός εμφύλιος, ο Hitler «Προ των Πυλών», και η κτηνωδία των ναζιστικών βομβαρδιστικών στη μικρή βασκική πόλη Gernika)
η δικιά μου «Γκουέρνικα»
είναι μια μικρή προσπάθεια,
μια αρχή μόνο αντανάκλασης του καμβά της δικής μου ιστορικής στιγμής. Αντανάκλασης ενός κόσμου που έχω την αίσθηση ότι αλλάζει δραματικά κάθε μέρα
κι από την περίφημη 11η Σεπτεμβρίου
δραματικότερα,
μια ταπεινή απόπειρα
να βγάλω μια ασπρόμαυρη φωτογραφία
έχοντας σε πρώτο πλάνο
όσους στη ζωή τους καίει το φλας του καπιταλισμού: τους μετανάστες.
Σήμερα η ποίηση της Κικής Δημουλά εξακολουθεί να μου δίνει
πολύτιμους λίθους για κάτι γιαπιά που χτίζω που και που,
ο Gianni εξακολουθεί ως αγαπημένος φίλος,
ο Anton πνευματικός μου πατέρας
και η Alaitz γυναίκα μου και μάνα της Άλμπας.
Οι ζωές που άφησα στο βυθό χωρίς πνοή «για λόγους οικονομίας»
περιμένουν υπομονετικά τους σκηνοθέτες που θα ’ρθουν.
Να πάρουν τα κομμάτια τους, να τα ενώσουν αρμονικά ή όχι
και ν’ αρχίσει να παίρνει υδρόβια μορφή
το άλογο του μαροκινού καβαλάρη,
ο αδέσποτος ταύρος,
το χαμόγελο της φιλιππινέζας,
και το ταγκό του αργεντινού αλαζόνα.
Ένα ταγκό, - ας πούμε το «Preludio para el año 3001» του Astor Piazzola - που όσο έγραφα το έργο με βοήθησε να νανουρίσω τους πάντες
εκτός από τον Ρίκυ,
τον Μίρεκ
και την Πατρίσια.
Όταν «ξυπνήσουν» όλοι θα έχει τελειώσει η δικιά μου «Γκουέρνικα»
29-01-2006
Γιάννης Λυμτσιούλης
* Gernika στα βασκικά και Guernica στα καστεγιάνο, τα λεγόμενα ισπανικά.
https://www.youtube.com/watch?v=UyY416EFFsw
El texto que escribí para la puesta en escena en Londres.
BLACK NECKTIE
GUERNICA was written in the last week of July 2002. Hence we speak of the post-September 11 time frame. At the International Conference of Playwrights in Valdigna (Valencia) of July 2002, the Italian playwright Gianni Clementi spoke of the mystery of many ships sinking at the sea borders of his country. By chance, the passengers of all the ships that sunk had fleeing migrants, and the newspapers could not afford any space to explicate the multitude of details surrounding the theme. The news passed over it. I felt more the anguish in the playwright’s words, and, not without chance, so did his Italian compatriots who were left out in the dark with such type of news and facts which they deemed unworthy of attention. He remembered then a “famous” – to him at least – Press Conference of the Italian Prime Minister Sylvio Berlusconi which singled out one among the marine disasters: the sinking of an Albanian ship “KATER A RADES” that carried 130 Albanian refugees by the Italian warship “Sibila” in the sea frontiers of Brindisi. Neither little nor much did the Italian Prime Minister spoke about how he could not find the reason for allocating the funds to raise from the sea depths the mortal remains of the Albanians aboard the “KATER A RADES.” And perhaps jokingly, he said that he could not exclude that the drowned Albanians would spend their time more beautifully in the depths of the Italian sea than they would have in their Albanian land above.
Gianni therefore suggested to the playwrights who had gathered to write something about what was happening in his country and - more than that – suggested that theatre concern itself once more with the human being, his humanity and his inhumanity, and to hush – for the moment at least – this shallow bowl of his egocentricity and tireless soul search. That theatre depart for a while from the technical felicity of our Western (First) World and recognize beside it, “other realities.”
It is true that outside of our realities there are other, so many many other realities. And really far more cruel than ours. As my mentor, Anton Juan, says, “If, in one part of the world, an empty plastic bottle is garbage, in another part of the world, it is made into a vase” from an urgent need I believe to make beautiful even with a plastic flower a cruel life and the battle to survive.
I wrote GUERNICA touching base with the specific sea disaster that Gianni spoke of, without trying to make it a “general” or ordinary, if you wish sea disaster and make it “great.” Albanians are the drowned. Italian, the shores. It occurs in the period 1998. The protagonists of the work three randomly picked Albanians, a woman and two men. Children of a specific fatherland and its concrete historical junctions. The Soviet Union no longer exists; neither does the strong dictator, for democracy not a word, and as though from the cake was missing the candle, the plunder of a fledgling economy of the Albanian people by the great Pyramid Banking scandal. And the little that the Albanians had saved working to the bone, isolated from the world nearly half a century, done for.
And so the Albanians went out into a rampage in the streets howling, breaking, burning, tearing down, tearing down gates of prisons, the innocents merging with the condemned, and multitudes escaped into the mountains to cross into neighboring Greece while others boarded decaying ships to elegant Italy.
But the 60’s and 70’s when Australia paid for the transportation of Greeks in order for them to migrate to the far desert and offer their youth and their sweat are past. We are in the first decade of the 21st century where the England of Tony Blair pays the plane tickets of migrants who accept to leave the British Isles and on top of it gives them the incentive of some thousand sterling pounds as merit for their decision to go whence they came. Greece knows so well what Albanian migrants signify. They know it in its good as well as from its opposite sense. A land of 10,000,000 accepted more than 1,000,000 Albanians. And if Greece knows well the significance of Albanian workers, Spain that of South Americans, France of Moroccans, and England of Pakistanis…the migrants likewise know that welcomed they are not and that if at all anything could have happened, that “by some mistake” [or] “their ship” sank just a little before arriving in the “Land of Work,” few would have worn the black tie to mourn their loss. Precisely this fact, the fact that they “know,” implants in them an anger, which when it grows will transform into a rage and a great catastrophe. The Western societies will soon come face to face with this Monster of Anger without the glitz of press conferences because one of the first victims will be the microphones and the cameras and channels which, normally, zoom in on the migrants the moment they commit some form of illegal action.
The first words of the theatre piece “Guernica” was given birth to within the text of the Kiki Dimoula’s poem, “Black Necktie.”
You water the plant
and let me weep.
Only, write down the reasons.
In case I owe yet another grief.
I want to have my conciseness in peace
That I was tortured for everything.
Write that I weep for one mirror
Once a decoration piece
now an oracle.
…
I weep because you asked me
if I saw the moon in its full
No, full nothing, neither I saw nor I leaved.
…
Write.
That I weep for the typhoons,
the little food
for every Little,
for the earthquakes
without warning.
I weep because it goes to waste
the news you brought me
that yesterday you saw the first butterfly.
I weep because it is no news the ephemereal
Write. I weep
because…
The tears of Kiki Dimoula created for me the sea, Gianni gave me the sea disaster,
Alaitz – a young Basque who, exactly on those days entered into my life – made me travel to her particular region and to the painting of Picasso, and I, I set the bottom of the sea. And I filled it – and it wasn’t hard – to fill it with the infinity of shipwreck and animals. I left them all sleeping except for three. Because economy, unfortunately, has word even be there where it shouldn’t. Three characters so it wouldn’t be too expensive for a production if one day is found one who would decide to mount it. If the “Guernica” of Picasso was a formidable weapon of human distortion and of the dramatic historical moments that framed his canvass, (the banished Spanish government, the Spanish civil war, the Hitler “In Front of the Tower,” and the beastliness of the Nazi bombardment of the small city of Guernica), my “Guernica” is a small action, only a beginning of the reflection of the canvass of my historical moments. Reflection of a world which I feel is changing dramatically each day, and from the famous September 11 even more dramatically, a humble attempt to take a black and white picture having on the first surface those who in their lives, burns them the flash of the capitalists: the migrant workers.
Today, the poetry of Kaki Dimoula continues to become the Beginning of the Principle of my words, Gianni a good friend, Anton my spiritual father and Allaitz my wife. The lives I have left in the bottom of the sea without giving them the breath of life “for economical reasons” wait with patience for the directors who will come. To take their remains and merge them into a harmonious whole and begin to take in aquatic shape
The horse of the Moroccan cavalry, the bull without a master, the smile of the Filipina maidens, and the tango of the sleeping Argentine. A tango, lets say the “Prelude for 3001” of Astor Piazzola that, as I was writing the work, helped me lullabye all to sleep, everyone but Ricky, Mirek, and Patricia. When all “awaken,” it will have been consummated my “Guernica.”
January 2006
YIANNIS LYMTSIOULIS
No comments:
Post a Comment