28 Oct 2014

ΤΡΙΓΩΝΟ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ: ΕΛΙΖΑ-ΓΙΑΝΝΗΣ-ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Στην ξενάγηση της Κυριακής 19 Οκτωβρίου που οργάνωσε ο El Greco στην Πλάκα και στο Μουσείο Ακροπόλεως, μεταξύ άλλων ήταν και μια κοπέλα που δεν τη γνώριζε προσωπικά ούτε ο Γιάννης ούτε ο El Greco.


Κατερίνα Ροββά το όνομα της.
Διαδικτυακά είχαν ανταλλάξει κάποια μηνύματα, και με υπερβολική μπορώ να πω
Σεμνότητα και Ευγένεια
ρώτησε αν θα μπορούσε να έρθει και κείνη στην ξενάγηση.
Συνέπεσαν το ευαίσθητο σημείο τού El Greco, η Ευγένεια, με την

προσφορά του Δημήτρη να καλύψει και 2ο ξεναγό οπότε η κοπέλα έλαβε θετική απάντηση και ήταν εκεί στην ώρα της.
Είναι φίλη της Ελίζας. Της Ελίζας Γιαννακαρώνη, (γνωστής στη Γκρεκολάνδη μεταξύ άλλων και για τη 2η θέση που κέρδισε στο Διαγωνισμό για το "Ολόχρυσο Σπέρμα Λογοτεχνικό”)

Δυο φίλες, γυναίκες γράφουν σήμερα για γυναίκες, για μάνες.

Η Κατερίνα επιμελήθηκε το θέμα με τίτλο:  “Η μάνα της Χειμάρρας θυμάται.”

Και το αμέσως επόμενο η Ελίζα με τίτλο: “Ιστορία συχώρεσης για μανάδες της Κατοχής”


Εγώ μόνο θ' ανάψω ένα κερί στο μυαλό μου και στο Κοιμητήριο της Γκρεκολάνδης για έναν 20άχρονο παππού που δεν πρόλαβε ούτε πατέρας να γίνει.
Δεν έλειψε από κανένα
πρωινό
γεύμα
ή δείπνο της παιδικής ζωή μου.
Κρεμασμένος πάνω απ' το κεφάλι μας υπό μορφήν φωτογραφίας
στο πάσο,
μεταξύ κουζίνας και τραπεζαρίας,
λες για να μην του λείψει  το φαΐ,
λες και συνέχιζε ο πόλεμος και μην πεινάσει,
ζούσε
πια χάρη σε διηγήσεις.

Καθηλωμένος μεν στα 20 του χρόνια,
όμορφος,
κατάφερε έγινε και παππούς
κι έβαζε τα καλά του πότε στη φαντασία πότε στ' όνειρο τού συνονόματου εγγονού του
κάθε χρόνο τέτοια μέρα,
28η Οκτωβρίου,
γαλόνια και παράσημα κι αστέρια χαμός στον ουρανό τού παιδικού μυαλού κάθε χρόνο τέτοια μέρα!

Το 'χε πάρει στα σοβαρά αυτό το “ΟΧΙ” κι απ' τις πρώτες-πρώτες κιόλας μέρες του πολέμου,
έγινε αστέρι
άρον άρον Αστέρι στη Μνήμη όσων πρόλαβε να σπείρει στα πρώτα και τελευταία
20 χρόνια της ζωής του.

Δεν ήταν καν για μια γυναίκα.
Για την πατρίδα είπαν ήταν.
Για την αξιοπρέπεια λέω εγώ.
Πατρίδα η Αξιοπρέπεια.

Το όνομά του ήταν Γιάννης Λυμτσιούλης.

                                                                                                      El Greco


Britten War Requiem Dies irae & Lacrimosa



(Ακολουθεί η δουλειά της Κατερίνας.)

Η μάνα της Χειμάρρας θυμάται.

Στον κήπο του σπιτιού της έχει φυτέψει μια μυρτιά. «Για να μην είναι τα παιδιά στον ήλιο», λέει. Τα παιδιά είναι έξι Ελληνες στρατιώτες που πολέμησαν στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41, σκοτώθηκαν στη Χειμάρρα και θάφτηκαν στον κήπο του πατρικού της.



Πολέμησαν και σκοτώθηκαν ηρωικά μερικά μέτρα μακριά από αυτό το πέτρινο σπίτι που έτυχε να βρεθεί στην πρώτη γραμμή ενός κολασμένου μετώπου.
Κοριτσάκι 8 χρόνων η κ. Ερμιόνη Πρίγκου είδε τον πατέρα της να θάβει στον κήπο τους Ελληνες φαντάρους με τους οποίους είχαν ζήσει, τραγουδήσει, πολεμήσει μαζί επί μήνες, ώστε να μην τους κατασπαράξουν τα άγρια ζώα.
Πέρασαν 73 χρόνια από τότε. Η οικογένειά της δεν ξέχασε ποτέ. Και η ίδια, ακόμη και σήμερα, μια μαυροφορεμένη γυναίκα 82 ετών με ευγενική φυσιογνωμία που δεν διστάζει να αγκαλιάσει τους ξένους, ξεχορταριάζει με καθημερινή έγνοια τον αυτοσχέδιο τάφο, ανάβει κεριά και αφήνει λουλούδια. Με αυτό το καθήκον μεγάλωσε.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1991 ο πατέρας της, σχεδόν αμέσως μετά το άνοιγμα των συνόρων, έφτασε στην Ελλάδα με αποκλειστικό σκοπό να βρει τις οικογένειες αυτών των φαντάρων που έγιναν δικά τους παιδιά και έγιναν δεκτοί ως «απελευθερωτές» κι ας έρχονταν από άγνωστα μέρη.

(Η Ερμιόνη Πρίγκου έχει επανειλημμένως τιμηθεί από συλλόγους και τον Προέδρο της Δημοκρατίας για το «καθήκον» που επιτέλεσε στον πόλεμο του 1940)

Δικαίως στην κ. Πρίγκου έχει δοθεί ο χαρακτηρισμός η «μάνα της Χειμάρρας». Τη συναντήσαμε στην Αθήνα, όπου βραβεύθηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για αυτή τη βαθιά ανθρώπινη πράξη και τη συμβολή της στη διατήρηση της εθνικής μνήμης. Βιαζόταν, όμως, να γυρίσει στο χωριό για να φροντίσει «τα παιδιά».



Πώς τους έκρυψαν

(Οι γονείς της Ερμιόνης Πρίγκου μαζί με τον γιο τους. Ηταν δύο άνθρωποι που βοήθησαν τον ελληνικό στρατό με αυτοθυσία)

«Οταν έφτασε ο ελληνικός στρατός αδειάσαμε ένα δωμάτιο στο σπίτι για να μείνουν οι αξιωματικοί. Δεν ήταν για μας ξένοι, ήταν δικά μας παιδιά. Αισθανόμασταν ότι ήρθαν να μας ελευθερώσουν, να μας σώσουν», λέει η κ. Ερμιόνη. «Ημουν τότε 7-8 χρόνων. Αδειάσαμε, λοιπόν, το δωμάτιο κι εγώ, η μάνα, ο πατέρας και η γιαγιά μου χωρέσαμε στο άλλο. Αδειάσαμε και το μαντρί από τα γίδια και βάλαμε εκεί μία διμοιρία, 15 άτομα ήταν. Αλλαζαν συνέχεια θέσεις για να νομίζουν οι Ιταλοί που βρίσκονταν στο ένα χιλιόμετρο απόσταση ότι ήταν περισσότεροι. Λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι στήθηκε το φυλάκιο».

«Το πρωί με σήκωνε η μάνα μου να πάω στους φαντάρους τσάι. Μου έλεγε “σκύβε όπως πας να μη σε βρει κανένα βλήμα”, μου 'λεγε “πήγαινε άκρη άκρη να μη σε δουν”. Επειτα με έστελνε στο μαντρί να τους φωνάξω για πρωινό. Η μάνα μου μαγείρευε για όλους.

(Αρκετοί είναι εκείνοι που επισκέφθηκαν τη Βόρειο Ηπειρο και άφησαν ένα λουλούδι στον αυτοσχέδιο τάφο που είχε σκάψει στην αυλή του σπιτιού της η οικογένεια της κ. Πρίγκου για να θάψει τους έξι στρατιώτες)

Κάθε Σάββατο βάζαμε το τσουκάλι και πλέναμε τα ρούχα. Ημασταν μια οικογένεια. Γι' αυτό όταν σκοτώθηκαν ήταν σαν να χάσαμε δικούς μας ανθρώπους», συνεχίζει. «Τους ήξερα με τα μικρά τους ονόματα. Οταν τρώγαμε, όταν τραγουδούσαμε, όταν με έβαζαν να χορέψω, όλοι μαζί τα κάναμε. Μου φορούσαν το στρατιωτικό καπέλο με έβγαζαν φωτογραφία και εγώ το έβρισκα ένα ωραίο παιχνίδι».
Διηγούμενη τις αναμνήσεις της ζωής της βουρκώνει. «Οταν σκοτώθηκαν τους είχαμε μία ολόκληρη μέρα στο σπίτι. Τη νύχτα έριξε ο πατέρας μου δυο-τρία κυπαρίσσια και τους έθαψε ανά τρεις σε δύο σημεία. Ενας άλλος στρατιώτης, πρώτος ξάδελφος ενός από τους νεκρούς, φώναζε, ωρυόταν. Πήρε ένα κιβώτιο, το έκοψε λωρίδες κι έφτιαξε έναν σταυρό πάνω στον οποίο με καρφί χάραξε το όνομα του νεκρού. Ηταν πολλοί οι νεκροί. Αλλους τους έφαγαν τα ζώα, τα πουλιά, πολλούς τους έπαιρνε το ποτάμι», θυμάται...

(Ο Προέδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας υποδέχθηκε και τίμησε την Ερμιόνη Πρίγκου στο Προεδρικό Μέγαρο)

«Τα παιδιά αυτά πολέμησαν σαν ήρωες. Και δεν θα οπισθοχωρούσαν ποτέ αν δεν έρχονταν οι Γερμανοί. Οι Ελληνες ποτέ δεν υποχωρούν», λέει ήρεμα η κ. Ερμιόνη. «Ηταν τόσο άξιοι, ψύχραιμοι, ζωηροί, μόλο που άφηναν πίσω σκοτωμένους, είχαν μια παλικαριά, μια αξιάδα. Αέρα και Αέρα φώναζαν, όσα κι αν είχαν τραβήξει, αυτό δεν το ξεχνούσαν. Σε δύο λεπτά ήταν έτοιμοι. ''Μια καρδιά, μια πατρίδα, ή θάνατος ή λευτεριά'', έλεγαν και έφευγαν λες και θα πήγαιναν σε γάμο. Πήγαιναν όμως σε πόλεμο. Ξέρετε, δεν ξαναγύρισαν πότε στις μάνες τους κι αυτό είναι μεγάλο πράγμα. Γι' αυτό πάω και καθαρίζω τους τάφους, δεν με υποχρεώνει κανένας, θέλω και το κάνω. Αφήνω λουλούδια, τους μιλάω κιόλας πού και πού.
Τους λέω ''κοιτάξτε, βρε παιδιά, που εγώ έζησα, και έγινα μεγάλη και έγινα γιαγιά κι εσείς παιδιά μου δεν γυρίσατε ποτέ στην πατρίδα...''».


ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΟ ΗΠΕΙΡΟ

Τα έξι παιδιά της και τα κειμήλια


Κάτω από το ξύλινο πάτωμα του σπιτιού στη Χειμάρρα κατά τη διάρκεια ανακαίνισης βρέθηκε πριν από λίγα χρόνια μια ζώνη με θήκες γεμάτες σφαίρες. Απομεινάρι 70 ετών από τη φιλοξενία των Ελλήνων στρατιωτών. «Είχαμε επίσης φωτογραφίες, το πορτοφόλι ενός φαντάρου και μια ξυριστική μηχανή που τα έδωσε ο ίδιος στον πατέρα μου την ώρα που ξεψυχούσε στο Μέτωπο», λέει η κ. Ερμιόνη. «Ο πατέρας μου, που ήταν οδηγός του ελληνικού στρατού, τα κράτησε- αν και αργότερα καταστράφηκαν όλα- και μέσα στο πορτοφόλι έγραψε τα ονόματα των έξι παιδιών που θάψαμε στην αυλή: Παναγιώτης Αλογογιάννης, Ανδρέας Προβατάς, Ματθαίος Λαγός, Δημήτρης Σελλάς, Νικόλαος Βουρλούμης, Σταυρός Καντάς».
Ενα βιβλίο για τους χαμένους ήρωες
Τον τίτλο «Μάνα των Πεσόντων» απένειμε στην Ερμιόνη Πρίγκου το περασμένο καλοκαίρι η Ενωση Συγγενών Πεσόντων μαχητών του Επους 1940-1941. Ο επίτιμος πρόεδρός της κ. Γεώργιος Σούρλας έχει ασχοληθεί επισταμένα με το θέμα των χιλιάδων άταφων ή πρόχειρα θαμμένων στρατιωτών και έχει γράψει το βιβλίο «Οι ήρωες του 1940 περιμένουν».
Ανθρωπιά
Εδωσαν χείρα βοηθείας και σε Ιταλό στρατιώτη
«Η μάνα μου ήταν πολύ δυναμική γυναίκα. Και ο πατέρας μου δεν άφησε χωρίς ψωμί άνθρωπο που είχε ανάγκη», λέει η κ. Ερμιόνη. «Τη θυμάμαι να φορτώνει στην πλάτη της το κιβώτιο με τα πυρομαχικά και να τα πηγαίνει στο Μέτωπο για να μην καθυστερούν οι στρατιώτες.
Μερικές φορές τους έβαζε και τις φωνές να κάνουν πιο γρήγορα. Ηταν εκεί μια Αγγλίδα δημοσιογράφος και μόλις την είδε με το κιβώτιο έκανε τον σταυρό της.
Μαζί με τη γιαγιά μου έλιωναν στο τηγάνι κερήθρα και με ένα φτερό άλειβαν τα πόδια στρατιωτών που είχαν πάθει κρυοπαγήματα, που είχαν κομματιαστεί βγάζοντας τα παπούτσια τους. Τους έκαναν και ποδόλουτρο με χαμομήλι.
«Για λίγο νερό»
Μιαν άλλη φορά εκεί όπου πήγε τα γίδια η μάνα μου βρήκε κρυμμένο σε έναν θάμνο κάποιο στρατιώτη από την Κορυτσά που είχε λιποτακτήσει απ' τον ιταλικό στρατό. Φοβισμένος εκείνος, με μαυρισμένα χείλη, χάλια, πέθαινε για λίγο νερό.
Ερχεται και λέει στον πατέρα μου ''Τι θα τον κάνουμε;'' - ''Αν μας μάθουν καήκαμε'' της απαντά εκείνος. - ''Εγώ θα πάω'', λέει. Του πήγε φαγητό, ψωμί, νερό, του έδωσε σανό για να φτιάξει στρώμα και τον έκρυψε σε μια σπηλιά.
Δεν το είπαμε ούτε στον μπάρμπα μου που έμενε δίπλα. Τον φρόντιζε τρεις μήνες χωρίς να τον πάρει χαμπάρι κανένας. Και μια νύχτα έρχονταν οι Γερμανοί. Πήγε και τον ειδοποίησε. Με αγκάλιασε, με φίλησε και η μάνα μου του είπε ''φύγε τώρα να πας στη μάνα σου ζωντανός''. Και πήγε. Μετά από χρόνια, το 1945, αυτός ο στρατιώτης που είχε γίνει παρτιζάνος, γλίτωσε τον πατέρα μου από τη φυλακή...».

Κατερίνα Ροββά


Φωτό: Γρηγόρης Χρυσοχοΐδης

Πηγή: ethnos.gr

Και της Ελίζας η δουλειά:


Ιστορία συχώρεσης για μανάδες της Κατοχής


Τα Σούρμενα ερημώνουν λίγο μετά τον ερχομό των Γερμανών στην περιοχή, μετά από ένα φοβερό βομβαρδισμό που πραγματοποιούν εγγλέζικα αεροπλάνα. «Μια Κυριακή ήμασταν στη θάλασσα. Αμέτρητα εγγλέζικα αεροπλάνα εμφανίστηκαν και άρχισαν να βομβαρδίζουν το αεροδρόμιο και τα Σούρμενα. Θυμάμαι ότι μετά από αυτό, υπήρχαν τεράστιες τρύπες δίπλα στο σπίτι μας. Σκοτώθηκαν πολλοί μέσα στο αεροδρόμιο και Γερμανοί. Ο αδελφός μου ο Γιώργος που δούλευε τότε εκεί, γλίτωσε πέφτοντας κάτω από ένα τραπέζι. Τότε οι Σουρμενιώτες πήραν απόφαση να φύγουν και να πάνε όπου βρουν σπίτι. Να επιτάξουν, όπως λέγαμε, αν δηλαδή  υπήρχε ένα άδειο σπίτι, το έπαιρνες και δε πλήρωνες νοίκι. Εμείς πήγαμε στην Αγία Παρασκευή στη Νέα Σμύρνη, άλλοι στο Κατσιπόδι (Αη Γιάννης), άλλοι στον Υμηττό».

Χειμώνας ΄41-42 
Τέλος του 1941, όταν έχει ήδη ξεσπάσει στην Αθήνα η μεγάλη πείνα, αποφασίζουν να πάνε στα Καϊλάρια (Πτολεμαΐδα) για να σωθούν. «Εγώ, η μάνα μου, η Μαρία, η Κούλα, η Πόπη (τα τρία μικρά παιδιά της οικογένειας) και ο θείος ο Λεωνίδας ξεκινήσαμε με το τραίνο για την Πτολεμαΐδα». Μετά από πολλές περιπέτειες και αναποδιές μέσα στο βαρύ χειμώνα, καταφέρνει μόνος του να φτάσει στους συγγενείς του και να κανονίσει τον ερχομό και των άλλων που τους είχε χάσει στο σταθμό της Λαμίας και τους βρήκε ξανά στη Θεσσαλονίκη. Εκεί έκατσαν ένα χρόνο ακριβώς, αφού ήρθε και ο πατέρας του και η οικογένεια του θείου.
«Στις 2 Ιανουαρίου του ΄43 ήρθαμε πάλι πίσω στη Νέα Σμύρνη. Τότε ήταν που μπλέχτηκα στην Αντίσταση. Από τότε που ήμουν στην Πτολεμαΐδα θα έφευγα στο βουνό, στο Βέρμιο αλλά ο ξάδερφός μου ο Νίκος μου είπε: ‘Χαραλάμπη μην έρχεσαι, είναι ακόμη νωρίς’. Στην Αντίσταση ήταν ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, ο Ραφτόπουλος, ο Κορτζίδης, ο Στέλιος Ακερμανίδης, ο Ζαχαρίας Εφραιμίδης, ο Κούλης Χοντολίδης, ο Σάββας ο Καλπίδης, ένα παιδί που γνώριζα από τον Υμηττό και άλλα παιδιά. Όλα τα Σούρμενα. Η δική μου οργάνωση  ήταν στον Υμηττό. Τα Σούρμενα έκαναν κουμάντο».

Στα μπουντρούμια 
«Εκείνη την περίοδο, έπιασα δουλειά στου Μαλτσινιώτη. Κονταίναμε παντελόνια για μεροκάματο. Αλλά μια μέρα, μια  γυναίκα, φιλενάδα του Γερμανού, που δούλευε εκεί μέσα με νευρίασε και της είπα: Πρόσεξε καλά, μη μου μιλάς έτσι, γιατί απέξω το ΕΛΑΣ θα σε κανονίσει. Και αυτή πάει και λέει στο Γερμανό ότι την απείλησα να τη σκοτώσω. Με φωνάζει ο γερμανός ο αστυνομικός μέσα στο εργοστάσιο και με ρωτά: ‘Του καπούτ φράο;’. Του λέω: ‘όχι’ και μου δίνει μια γροθιά και μου σπάει το δόντι. Μετά με κλείνει σε ένα μπουντρούμι και με πάνε στη Γκεστάπο, όχι όμως στα κεντρικά στην Κοραή. Εκεί ένας αξιωματικός με ρώτησε γιατί την απείλησα και εγώ του είπα πως όλα ήταν ψέματα. Τότε ο διερμηνέας με συμβούλεψε να πω την αλήθεια για να γλιτώσω. ‘Τι αλήθεια, δεν ξέρω τίποτα’ του είπα. Και έτσι από εκεί με πήγαν στη Μέρλιν, απέναντι από τα ανθοπωλεία «στα βασανιστήρια του λαού». Κάποια στιγμή ήρθε ένας συνταγματάρχης με τη νεκροκεφαλή στο καπέλο και μια γυναίκα, μαζί και ο διερμηνέας. ‘Του κομμουνίστ;’ με ρωτά. ‘Νιξ’ του κάνω. Μπαμ, μπουμ άρχισε να με βαρά ένας φαντάρος με το βούρδουλα. Όταν έλεγα ‘όχι δεν ξέρω’, εκείνος διέταζε ‘ρίχτου’. Μου είχαν μελανιάσει όλη την πλάτη».
 Και όλα αυτά γίνονταν, ενώ η οικογένεια του δεν γνωρίζει ούτε τι έχει πάθει ούτε που βρίσκεται.  «Της μάνας μου της έλεγαν ψέματα ότι είμαι στην Γκεστάπο και της ζητούσαν χρήματα τάχα για να με βγάλουν» τονίζει ο κ. Καπασακαλίδης και συνεχίζει. «Αφού λοιπόν έφαγα αρκετές, μου δίνει μια κλωτσιά και πήρα πέντε- έξι τούμπες στις μαρμάρινες σκάλες». Το  παιδί με το κοντό παντελόνι και το πουκάμισο μέσα σε λίγες ώρες από το εργοστάσιο όπου δούλευε, βρέθηκε στα υπόγεια της οδού Μέρλιν. «Μέσα ήταν γεμάτο. Βογκούσαν. Πλησιάζω ένα παιδί, θυμάμαι, και του λέω ‘τι έγινε, να σε βοηθήσω;’ Τον είχαν κρεμάσει από τα χέρια και είχαν γυρίσει ανάποδα».
Το βράδυ μεταφέρεται μαζί με όλους τους άλλους στο φοβερό στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. «Ήταν τέλος Μαΐου, μετά την εκτέλεση των 200 στην Καισαριανή. Εκεί χώριζαν τους κρατούμενους βάζοντας άλλους στην αυστηρά απομόνωση, όπως τον έβαλαν τον Οικονομίδη, αυτόν που τραγουδούσε. Εμένα και κάποιους άλλους μας έβαλαν σε ένα υπόγειο, όλους μαζί εκατό, και άλλους τους έβαλαν στο στρατόπεδο. Κάθε πρωί πηγαίναμε να πάρουμε τσάι και μετά μας βάζανε στη σειρά να τραγουδάμε : ‘Τα ρόδα, τα τριαντάφυλλα της άνοιξης καμάρι’ … κάτι τέτοια πράγματα, υποχρεωτικά. Και βγαίναμε έξω και τι κάναμε; Μαζεύαμε πετραδάκια και αν δεν έσκυβες να μαζέψεις, ερχόταν ο Γερμανός από πάνω και σε βάραγε με το βούρδουλα. Στο Χαϊδάρι έμεινα τρεισήμισι μήνες, χωρίς να μάθει κανείς δικός μου που βρισκόμουν όλο αυτό τον καιρό και ενώ οι Γερμανοί πραγματοποιούν συνεχώς εκτελέσεις. Την προτελευταία μέρα, πήραν εβδομήντα από τα κελιά μας και τους εκτέλεσαν. Τη γλίτωσα παρά τρίχα. Όλοι ήμασταν μελλοθάνατοι». Και φτάνει η μέρα της απελευθέρωσης. «Άρχισαν κάθε μέρα να φωνάζουν  έναν κατάλογο με ονόματα. ‘Τα ρούχα σας και έξω’. Κάποια στιγμή είχαμε μείνει λίγοι. Και ήρθε και η σειρά μου: ‘Καπασακαλίδης’. Και παίρνω ένα δρόμο και φεύγω από την Αγία Βαρβάρα από εκεί και πήγα, θυμάμαι, στον Γιώργο (στον αδελφό του) που δούλευε στην οδό Σωκράτους. Μόλις με είδε….».Σταματά βγάζοντας ένα πνιχτό γέλιο. Δεν ήταν και λίγο να αντικρίζει τον αδελφό του, του οποίου την τύχη αγνοούσαν οι πάντες. «Θυμάμαι πως η μάνα μου τότε μου είπε: ‘Μην τυχόν πειράξεις αυτή τη γυναίκα’».Η γυναίκα αυτή δεν ήταν άλλη από εκείνη που τον είχε καταδώσει στο Γερμανό αστυνομικό. Μια μέρα, λοιπόν, ο Ξενοφών (ο Συμβουλίδης, παιδικός φίλος και σύντροφός του) μου λέει: ‘Πάμε να τη βρούμε!’ Έμενε στη Γούβα. Χτυπάμε την πόρτα, ήταν μια αυλή και αυτή έπλενε στη σκάφη. Της λέει ο Ξενοφών: ‘Άντε, ετοιμάσου’. Να και έρχεται ένα παιδάκι πέντε-έξι χρονών. ¨Μανούλα μου, μανούλα μου, άρχισε να κλαίει. Της λέω λοιπόν τότε: ‘Τόσο καιρό η μάνα μου δεν ήξερε που ήμουν, αλλά και από αυτή τη μάνα άκουσα να μη σε πειράξω. Ζήσε λοιπόν!»

Λίγο πριν την απελευθέρωση
Από την 1η μέχρι τις 15 Αυγούστου το 2ο Σύνταγμα του Ε.Λ.Α.Σ. των ανατολικών συνοικιών μάχεται ακατάπαυστα κατά των εχθρών που κάνουν παντού επιδρομές. Στις 9 Αυγούστου 1944 Γερμανοί και Ιταλοί μαζί με ταγματασφαλίτες σε  μπλόκα που κάνουν στους συνοικισμούς Δουργουτίου, Κατσιποδιού και Φάρου, σκοτώνουν επί τόπου δεκάδες αγωνιστές και συλλαμβάνουν εκατοντάδες άλλους, από τους οποίους 600 οδηγούνται στη Γερμανία.
Ο κ. Καπασακαλίδης θυμάται πως κατάφερε μαζί με το φίλο τον Ξενοφώντα να γλιτώσουν από το θάνατο για μια ακόμη φορά. «Μαζί με τον Ξενοφών μείναμε το βράδυ πάνω στην ταράτσα του  Παναγιώτη του Κωνσταντινίδη. Την άλλη μέρα το χωνί φώναζε: ‘Παραδοθείτε. Όλος ο κόσμος να έρθει στην πλατεία’. Μαζεύτηκαν στην πλατεία εκεί όπου ήταν το τμήμα, που πήγαμε και εμείς και άλλοι πήγαν στην πλατεία στο Φάρο, εκεί που έγιναν εκτελέσεις. Εγώ με το Ξενοφώντα πήγαμε να φύγουμε από μια μεριά, αλλά τα πάντα ήταν κυκλωμένα από Γερμανούς, Ιταλούς και τσολιάδες. Εκείνη τη στιγμή, έφτασε ένα γερμανικό φορτηγό που μάζευε όλους όσους δούλευαν στον ΟΤΕ κλπ. για να πάνε στη δουλειά τους. Και όπως έφευγε το φορτηγό, σκαρφαλώνω και εγώ επάνω με τον Ξενοφώντα και επί της Λεωφ. Βουλιαγμένης λίγο πριν βγει το φορτηγό για Μακρυγιάννη, πηδήσαμε. Και  έτσι σωθήκαμε.

Οι ανατολικές συνοικίες υπό τον έλεγχο των ανταρτών
«Μια μέρα στη Χαραυγή καθόμασταν στο καφενείο του Σωφρονά. Κάθε μέρα ανέβαινε και κατέβαινε ένας Γερμανός ταχυδρόμος με το ποδήλατο. Ενώ έπινα καφέ με τον Ξενοφώντα, σκεφτήκαμε να του πάρουμε το πιστόλι. Του επιτεθήκαμε, του βγάλαμε το περίστροφο και τον διώξαμε. Ύστερα από τρεις – τέσσερις ώρες επάνω στα βουνά ήρθε μια διμοιρία Γερμανών. Αλλά εμείς από κάτω τους απαντήσαμε και δεν κατέβηκαν. Εκείνη την περίοδο, δεν πλησίαζε Γερμανός στην περιοχή. Φοβόντουσαν».

                                                                                         Ελίζα Γιαννακαρώνη

Πηγή: Η ίδια η Ελίζα



4 comments:

  1. Τι να πω άνθρωπέ μου ,εισπνεεις,εκπνεεις ,κοιμάσαι ,ξυπνάς,ο,τι κι αν κανεις ολημερίς κι ολονυχτίς δημιουργία ειναι .απο τα έγκατα -αυτα δεν ειναι μυχια- της ψυχής σου αναδυεις και αναδιδεις ανατριχίλα.τι συγκλονιστικό ηταν αυτο πάλι ,τι θυμίαμα για τη μερα αυτη ,πώς εχεις μαζέψει γυρω σου τόσο μέλι και γάλα ,τόσες ψυχές αναβλυζουσες.ΜΠΡΑΒΟ ΓΙΑΝΝΗ ακομη μια φορά σε ευχαριστουμε .δεσπ Σμυρ.

    ReplyDelete
    Replies
    1. Δέσποινά μου, τυχερός είμαι απλά. Μαζεύτηκε Μέλι και Γάλα και Χουρμάδες και Αγάπη και και και πολύ γύρω μου! Αυτό είναι όλο.

      Delete
  2. Πες το Θεό, Σύμπαν, Ζωή ,όπως θες...Κάποιον πρέπει να ευχαριστήσω που βρίσκομαι Τώρα Εδώ και διαβάζω αυτό το κείμενο και ακούω αυτή τη μουσική. Η Ευλογία δεν είναι κάτι που μπορείς να περιγράψεις με λέξεις, είναι σαν φως ...ακόμα κι όταν διηγείται την Ιστορία...την Ιστορία όχι όπως τη γράφουν τα σχολικά βιβλία, αλλά όπως τη γράφουν κάποιοι Μεγάλοι Άνθρωποι, άνθρωποι που ζουν, τρώνε , κοιμούνται και ξυπνούν, μπορεί να περάσεις κάποτε από δίπλα τους , να ανταλλάξεις ή να μην ανταλλάξεις δύο κουβέντες...Τι να πώ; Ένα βαθύ ευχαριστώ σε όλους για το νόημα όλων αυτών που μοιραστήκατε μαζί μας
    Πέπη

    ReplyDelete
    Replies
    1. Απ' αυτούς είσαι εσύ Πέπη, τους Ουσιαστικούς Ποιητές που τρων και πίνουν κι αγαπάνε και δημιουργούν και εισπρατουν τη δημιουργία... Απ' όλα κάνεις.

      Delete