«Μεγάλο βόδι μού πατάει τη γλώσσα!»
Αυτό ανακράζει ο ταλαίπωρος φρουρός στην αρχή-αρχή της Ορέστειας – πώς να μιλήσει κανείς ανοιχτά για τα ανομήματα του Οίκου των Ατρειδών; Εδώ και χρόνια πολλά, όλη η Ευρώπη μοιάζει με τα μυκηναία δώματα. Όταν ο κόμπος φτάνει στο χτένι, και ο λόγος στη μετανάστευση, βους μέγας επί γλώσση βέβηκεν. Ο πολιτικός καθωσπρεπισμός υπό την απειλή ανεξίτηλου στιγματισμού απαγορεύει όχι μόνο την ουσιώδη συζήτηση, αλλά ακόμη και την απλή δείξη, τον εντοπισμό του προβλήματος.
Όπου μάλιστα η παραβίαση του ταμπού της κριτικής της μεταναστευτικής πολιτικής έρχεται να συναντήσει την κριτική στο Ισλάμ, το πράγμα γίνεται επικίνδυνο. Αρκεί να διατυπώσεις τον σκεπτικισμό σου για τη δυνατότητα των μουσουλμανικών μαζών να ενσωματωθούν ποτέ στις δυτικές κοινωνίες, για να τακτοποιηθείς άπαξ και διά παντός στο ράφι των ξενόφοβων, των εθνικιστών, ακόμη και των ρατσιστών. Κι αυτό ανεξαρτήτως του ποιος είσαι ή
του ποιες είναι οι περγαμηνές σου. Ο Μισέλ Ουελλμπέκ, η Οριάνα Φαλλάτσι ή ο Τίλο Σάρατσιν, λ.χ., πλήρωσαν και πληρώνουν με αναρίθμητες επιθέσεις ώς σήμερα την ελευθεροστομία τους. Ο Τέο βαν Γκογκ την πλήρωσε με τη ζωή του.
Πριν από λίγες μέρες, στο Παρίσι δώδεκα άνθρωποι έχασαν τη δική τους ζωή σε δολοφονική επίθεση εκτελεσμένη από Γάλλους πολίτες, μωαμεθανούς το θρήσκευμα και Άραβες την καταγωγή – κι αυτό στο όνομα του Θεού του μεγαλοδύναμου. Τα ερωτήματα, πάμπολλα: Έχει να κάνει το αποτρόπαιο έγκλημα με την κατάσταση της μουσουλμανικής κοινότητας στη Γαλλία και την Ευρώπη ολόκληρη, και αν ναι, σε τι; Συνδέεται με τη θεολογική διδασκαλία και τις πολιτικές φιλοδοξίες του Ισλάμ; Ανταποκρίνεται στις βαθύτερες πεποιθήσεις, αντανακλά έστω τις ασύνειδες επιθυμίες μιας μεγάλης μερίδας πιστών του Αλλάχ της ηπείρου μας;
Κι ακόμη: Είναι το νομικό μέσο των ατομικών δικαιωμάτων το κατάλληλο όργανο για να ενσωματώσουμε στον δυτικό τρόπο ζωής εκατομμύρια ανθρώπους που ως μόνο τους νόμο («σαρία») έχουν μάθει να δέχονται τη θεία εντολή; Εξατομικεύεται, τουτέστιν χειραφετείται ποτέ ο πιστός μιας θρησκείας που από τον τίτλο της ομνύει στην «Υποταγή» (=Ισλάμ); Μπορούν έθνη δημογραφικώς φθίνοντα να προσηλυτίσουν στο «πιστεύω» τους αλλόθρησκες και αλλοεθνείς κοινότητες δημογραφικά σφύζουσες ή μήπως το αντίθετο είναι πιθανότερο να συμβεί; Για ποιο λόγο ένας νεαρός μωαμεθανός στη Γαλλία ή τη Γερμανία να θυσιάσει την ταυτότητα ή τις πεποιθήσεις του προκειμένου να ενταχθεί στο ψυχρό και αφηρημένο γενικό σύνολο όταν το μέγεθος και οι προοπτικές της δικής του θερμής και αλληλέγγυας κοινότητας μπορούν να ικανοποιήσουν αμεσότερα τις κοινωνικές του φιλοδοξίες; Τώρα που το κράτος προνοίας έτσι και αλλιώς περικόπτεται συστηματικά για όλους, ξενοφερμένους και ιθαγενείς, τι έχει τάχα να του προσφέρει που δεν μπορεί να του το προσφέρει καλύτερο ο μουλάς και ο μεντρεσές της γειτονιάς του;
Μήπως, εντέλει, η Δύση απλώς υπερτιμά τις δυνάμεις της, μήπως μεγαλοπιάνεται και αναγορεύει τα ιστορικώς σχετικά ιδεώδη της σε οικουμενικό δεσμευτικό κανόνα; Μήπως, ως άλλη Ρώμη, υπολείπεται των «βαρβάρων» στα ουσιωδέστερα – σε αυτοπεποίθηση, αποφασιστικότητα και αντοχή;
Τα ερωτήματα αυτά αναφύονται νομίζω στο μυαλό κάθε στοιχειωδώς σκεπτόμενου ανθρώπου περίπου αυτοματικά. Προτού σπεύσουμε να τα ξορκίσουμε, καλό θα ήταν να τα αναλογιστούμε. Και προτού συνεχίσουμε να εξωραΐζουμε τη δύσκολη πραγματικότητα με μεγάλα λόγια και καλές προθέσεις, καλό θα ήταν να δοκιμάσουμε να ακούσουμε τι μας λέει η ενσυναίσθησή μας. Για τον μετανάστη, αλλά και για τον γείτονά του στις λαϊκές γειτονιές, η μετοικεσία δεν είναι μια μεταμοντέρνα «εμπειρία», γεμάτη «ευκαιρίες», ούτε μια αφορμή για να επιδείξει κανείς δίκην τίτλου ανωτερότητος την «ανοχή» και το «κοσμοπολίτικο πνεύμα» του. Για τον μετανάστη και για τον φτωχό γείτονά του, η «συνύπαρξη» ήταν πάντα ένα πράγμα: δοκιμασία, ξεριζωμός από τις οικείες συνθήκες, σκληρός και αθέμιτος ανταγωνισμός, υπαρξιακή αγωνία και βιοτική υποβάθμιση.
Η ιστορική πείρα δείχνει ότι η μετανάστευση, ακόμα και εκεί όπου οι προϋποθέσεις είναι ιδανικές, στην Αμερική του 19ου αιώνα λ.χ., επισύρει πάντα συγκρούσεις. Έχει πάντοτε θύματα, και από τις δύο μεριές. Όσοι βιάζονται να επιμερίσουν ευθύνες· όσοι νομίζουν ότι το πρόβλημα το γεννάει ο ρατσισμός και όχι το αντίθετο, ότι το πρόβλημα γεννάει τον ρατσισμό· όσοι νομίζουν ότι με την αστυνομική σκούπα και τους συρμάτινους φράχτες, και μόνον, θα κρατήσουν τα εθνικά τους ειδύλλια αμόλυντα· όσοι εν γένει επείγονται να μας κουνήσουν το δάκτυλο, καλά θα κάνουν να το μαζέψουν. Αντί να διχάζουμε με τη ρητορεία μας ακόμη βαθύτερα τα ήδη διεστώτα, αντί να δαιμονοποιούμε ανθρώπους προς τη μια και την άλλη κατεύθυνση, αντί να αποσιωπούμε το πρόβλημα, ας ξεκινήσουμε να αναζητούμε από κοινού λύσεις – λύσεις απτές, πρακτικές, αδογμάτιστες.
Έχοντας πάντα κατά νου ότι θα είναι επώδυνες.
* Ο Κώστας Κουτσουρέλης είναι συγγραφέας, διευθυντής του περιοδικού Νέο Πλανόδιον (www.neoplanodion.gr)
Αυτό ανακράζει ο ταλαίπωρος φρουρός στην αρχή-αρχή της Ορέστειας – πώς να μιλήσει κανείς ανοιχτά για τα ανομήματα του Οίκου των Ατρειδών; Εδώ και χρόνια πολλά, όλη η Ευρώπη μοιάζει με τα μυκηναία δώματα. Όταν ο κόμπος φτάνει στο χτένι, και ο λόγος στη μετανάστευση, βους μέγας επί γλώσση βέβηκεν. Ο πολιτικός καθωσπρεπισμός υπό την απειλή ανεξίτηλου στιγματισμού απαγορεύει όχι μόνο την ουσιώδη συζήτηση, αλλά ακόμη και την απλή δείξη, τον εντοπισμό του προβλήματος.
Όπου μάλιστα η παραβίαση του ταμπού της κριτικής της μεταναστευτικής πολιτικής έρχεται να συναντήσει την κριτική στο Ισλάμ, το πράγμα γίνεται επικίνδυνο. Αρκεί να διατυπώσεις τον σκεπτικισμό σου για τη δυνατότητα των μουσουλμανικών μαζών να ενσωματωθούν ποτέ στις δυτικές κοινωνίες, για να τακτοποιηθείς άπαξ και διά παντός στο ράφι των ξενόφοβων, των εθνικιστών, ακόμη και των ρατσιστών. Κι αυτό ανεξαρτήτως του ποιος είσαι ή
του ποιες είναι οι περγαμηνές σου. Ο Μισέλ Ουελλμπέκ, η Οριάνα Φαλλάτσι ή ο Τίλο Σάρατσιν, λ.χ., πλήρωσαν και πληρώνουν με αναρίθμητες επιθέσεις ώς σήμερα την ελευθεροστομία τους. Ο Τέο βαν Γκογκ την πλήρωσε με τη ζωή του.
Πριν από λίγες μέρες, στο Παρίσι δώδεκα άνθρωποι έχασαν τη δική τους ζωή σε δολοφονική επίθεση εκτελεσμένη από Γάλλους πολίτες, μωαμεθανούς το θρήσκευμα και Άραβες την καταγωγή – κι αυτό στο όνομα του Θεού του μεγαλοδύναμου. Τα ερωτήματα, πάμπολλα: Έχει να κάνει το αποτρόπαιο έγκλημα με την κατάσταση της μουσουλμανικής κοινότητας στη Γαλλία και την Ευρώπη ολόκληρη, και αν ναι, σε τι; Συνδέεται με τη θεολογική διδασκαλία και τις πολιτικές φιλοδοξίες του Ισλάμ; Ανταποκρίνεται στις βαθύτερες πεποιθήσεις, αντανακλά έστω τις ασύνειδες επιθυμίες μιας μεγάλης μερίδας πιστών του Αλλάχ της ηπείρου μας;
Κι ακόμη: Είναι το νομικό μέσο των ατομικών δικαιωμάτων το κατάλληλο όργανο για να ενσωματώσουμε στον δυτικό τρόπο ζωής εκατομμύρια ανθρώπους που ως μόνο τους νόμο («σαρία») έχουν μάθει να δέχονται τη θεία εντολή; Εξατομικεύεται, τουτέστιν χειραφετείται ποτέ ο πιστός μιας θρησκείας που από τον τίτλο της ομνύει στην «Υποταγή» (=Ισλάμ); Μπορούν έθνη δημογραφικώς φθίνοντα να προσηλυτίσουν στο «πιστεύω» τους αλλόθρησκες και αλλοεθνείς κοινότητες δημογραφικά σφύζουσες ή μήπως το αντίθετο είναι πιθανότερο να συμβεί; Για ποιο λόγο ένας νεαρός μωαμεθανός στη Γαλλία ή τη Γερμανία να θυσιάσει την ταυτότητα ή τις πεποιθήσεις του προκειμένου να ενταχθεί στο ψυχρό και αφηρημένο γενικό σύνολο όταν το μέγεθος και οι προοπτικές της δικής του θερμής και αλληλέγγυας κοινότητας μπορούν να ικανοποιήσουν αμεσότερα τις κοινωνικές του φιλοδοξίες; Τώρα που το κράτος προνοίας έτσι και αλλιώς περικόπτεται συστηματικά για όλους, ξενοφερμένους και ιθαγενείς, τι έχει τάχα να του προσφέρει που δεν μπορεί να του το προσφέρει καλύτερο ο μουλάς και ο μεντρεσές της γειτονιάς του;
Μήπως, εντέλει, η Δύση απλώς υπερτιμά τις δυνάμεις της, μήπως μεγαλοπιάνεται και αναγορεύει τα ιστορικώς σχετικά ιδεώδη της σε οικουμενικό δεσμευτικό κανόνα; Μήπως, ως άλλη Ρώμη, υπολείπεται των «βαρβάρων» στα ουσιωδέστερα – σε αυτοπεποίθηση, αποφασιστικότητα και αντοχή;
Τα ερωτήματα αυτά αναφύονται νομίζω στο μυαλό κάθε στοιχειωδώς σκεπτόμενου ανθρώπου περίπου αυτοματικά. Προτού σπεύσουμε να τα ξορκίσουμε, καλό θα ήταν να τα αναλογιστούμε. Και προτού συνεχίσουμε να εξωραΐζουμε τη δύσκολη πραγματικότητα με μεγάλα λόγια και καλές προθέσεις, καλό θα ήταν να δοκιμάσουμε να ακούσουμε τι μας λέει η ενσυναίσθησή μας. Για τον μετανάστη, αλλά και για τον γείτονά του στις λαϊκές γειτονιές, η μετοικεσία δεν είναι μια μεταμοντέρνα «εμπειρία», γεμάτη «ευκαιρίες», ούτε μια αφορμή για να επιδείξει κανείς δίκην τίτλου ανωτερότητος την «ανοχή» και το «κοσμοπολίτικο πνεύμα» του. Για τον μετανάστη και για τον φτωχό γείτονά του, η «συνύπαρξη» ήταν πάντα ένα πράγμα: δοκιμασία, ξεριζωμός από τις οικείες συνθήκες, σκληρός και αθέμιτος ανταγωνισμός, υπαρξιακή αγωνία και βιοτική υποβάθμιση.
Η ιστορική πείρα δείχνει ότι η μετανάστευση, ακόμα και εκεί όπου οι προϋποθέσεις είναι ιδανικές, στην Αμερική του 19ου αιώνα λ.χ., επισύρει πάντα συγκρούσεις. Έχει πάντοτε θύματα, και από τις δύο μεριές. Όσοι βιάζονται να επιμερίσουν ευθύνες· όσοι νομίζουν ότι το πρόβλημα το γεννάει ο ρατσισμός και όχι το αντίθετο, ότι το πρόβλημα γεννάει τον ρατσισμό· όσοι νομίζουν ότι με την αστυνομική σκούπα και τους συρμάτινους φράχτες, και μόνον, θα κρατήσουν τα εθνικά τους ειδύλλια αμόλυντα· όσοι εν γένει επείγονται να μας κουνήσουν το δάκτυλο, καλά θα κάνουν να το μαζέψουν. Αντί να διχάζουμε με τη ρητορεία μας ακόμη βαθύτερα τα ήδη διεστώτα, αντί να δαιμονοποιούμε ανθρώπους προς τη μια και την άλλη κατεύθυνση, αντί να αποσιωπούμε το πρόβλημα, ας ξεκινήσουμε να αναζητούμε από κοινού λύσεις – λύσεις απτές, πρακτικές, αδογμάτιστες.
Έχοντας πάντα κατά νου ότι θα είναι επώδυνες.
* Ο Κώστας Κουτσουρέλης είναι συγγραφέας, διευθυντής του περιοδικού Νέο Πλανόδιον (www.neoplanodion.gr)
Πηγή: το ΠΟΝΤΙΚΙ
No comments:
Post a Comment