(Της Μάνθας)
Ωραίο είναι να βάλει όποιος είναι να βάλει το χέρι του, ο Άνθρωπος και η Επιστήμη δηλαδή και να μην είναι Μορφή Σουρεαλιστική η μορφή του ανθρώπου που έφτασε σε τέτοια ηλικία, να 'ναι κάτι σαν τα 50 τώρα, σα μισή ζωή περίπου!
(Του Σαλβαδόρ)
Πάρτι γενεθλίων σήμερα με ορεκτικά δικά μου, κυρίως πιάτο ένα κείμενο του εορτάζοντος, και με καλεσμένους τους:
α) στα μπροστινά μπροστινά τραπέζια του εξώστη θα καθίσουν όσοι έτυχε ν' ανακαλύψουμε μαζί την ιδιοφυΐα του Νταλί σε κάποιο από εκείνα τα ταξίδια με διαμονή στην Εξωτική Καλέγια.
β) κάτω στο σαλόνι, οι λατρεμένοι περσινοί Σουρεαλιστές. (Ώρες-ώρες μου που περνάει απ' το μυαλό να ξανακολλήσω το καλούπι και να κάνω του χρόνου ένα Επετειακό Σουρεαλιστικό Σουαρέ για όσους δεν μπόρεσαν πέρυσι και το ζητούσαν φέτος.)
Νά τι κάναμε πέρυσι...
γ) και στην κεφαλή του τραπεζιού, δίπλα στον Σαλβαδόρ τη Γκαλά, τη Φαίδρα και μένα, όλα τα παιδιά, μικρά και μεγάλα, όλα όσα θέλουν να κάνουν με το δικό τους προσωπικό τρόπο ό,τι κάνουν.
Στο χορό θ' ανακατευτούμε όλοι!
Πάρτε το ποτήρι και σηκωθείτε όλοι για την πρόποση: Να μην ευνουχίσουμε κανενός Μοναδικό Τρόπο και ειδικά των παιδιών!
El Greco
Υ.Γ: Ακολουθεί το κείμενο του Νταλί που πολλές φορές έχω πει ίσως και να έγραφε καλύτερα απ' ό,τι ζωγράφιζε. Τουλάχιστον ο ίδιος αυτό πίστευε.
Σαλβαντόρ Νταλί: μικρό, μεγάλο, κι ακόμα πιο μικρό απ’ το μικρό…
Έφυγα για τη Μαδρίτη με τον πατέρα, μου και την αδερφή μου. Για να σε δεχτούνε στη Σχολή Καλών Τεχνών έπρεπε να κάνεις ένα κλασικό σχέδιο. Το μοντέλο μου ήταν ένα ανάγλυφο του Βάκχου, έργο του Jacopo Sansovino. Είχαμε έξι μέρες καιρό για να το σχεδιάσουμε. H δουλειά μου κυλούσε ομαλά, όταν την τρίτη μέρα, ο θυρωρός που φλυαρούσε με τον πατέρα μου στην αυλή περιμένοντας να βγούμε, είπε ότι φοβόταν μήπως απορριφθώ.
Δεν αμφισβητώ, έλεγε, την καλλιτεχνική αξία του σχεδίου του γιου σας, αλλά δεν τήρησε τους κανόνες της εξέτασης και είναι απαράβατος όρος το σχέδιο να έχει τις διαστάσεις του χαρτιού Ingres. O γιος σας το έκανε τόσο μικρό ώστε, πραγματικά, σε καμία περίπτωση δε μπορεί κανείς να θεωρήσει τα κενά σαν περιθώρια.
Από τη στιγμή εκείνη, ο πατέρας μου έπαψε να ζει. Δεν ήξερε τι να συμβουλέψει: να ξαναρχίσω ή, παρ' όλ' αυτά, να συνεχίσω. Αργότερα, κατά τη διάρκεια της βόλτας και το βράδυ στον κινηματογράφο, ο πατέρας, μου επαναλάμβανε διαρκώς: «Έχεις το κουράγιο να ξαναρχίσεις;». Και ύστερα από μια μεγάλη σιωπή: «Σου μένουν τρεις μέρες!». Ένοιωθα κάποια ευχαρίστηση να τον αναστατώνω, όμως σιγά-σιγά μού μεταδόθηκε το άγxος του. Πριν ξαπλώσουμε μου είπε: «Κοιμήσου και μην το σκέφτεσαι. Αύριο πρέπει να νοιώθεις πολύ καλά για να πάρεις την απόφασή σου».
Την επομένη, με πολύ κουράγιο, τα έσβησα όλα. Το φύλλο του χαρτιού που ξανάγινε άσπρο με παρέλυσε. Γύρω μου, οι υπόλοιποι ανταγωνιστές βρίσκονταν στην τέταρτη μέρα της δουλειάς τους και άρχισαν να βάζουν τις σκιές. Άλλη μια φορά και θα τελείωναν, μη έχοντας παρά να προσέξουν τις τελευταίες λεπτομέρειες. Μου είχε ήδη χρειαστεί περισσότερο από μισή ώρα για να σβήσω το σχέδιο μου. Ξανάρχισα τη δουλειά. Μου πήρε πάνω από μια ώρα για να κάνω τα προκαταρκτικά ενός νέου σxεδίου, αλλά και αυτά τα έκανα τόσο άσχημα, ώστε τα έσβησα όλα και πάλι. Ο πατέρας μου περίμενε στην έξοδο.
— Λοιπόν, τι έκανες;
— Τα έσβησα όλα.
Και πώς πάει το καινούργιο;
- Δεν το άρχισα ακόμα. Σήμερα έσβησα μόνο και πήρα τα μέτρα. Θέλω να 'μαι σίγουρος γι αυτό που θα ζωγραφίσω αυτή τη φορά.
— Έχεις δίκιο, μου είπε, αλλά δύο ώρες για να πάρεις τα μέτρα είναι πολύ! Δε σου μένουν παρά μόνο δυο μέρες. Δεν έπρεπε να το σβήσεις.
Ούτε εγώ ούτε εκείνος μπορέσαμε να φάμε εκείνη τη μέρα! Σε κάθε γεύμα επέμενε:
— Φάε, φάε! Πρέπει να φας, αν θέλεις να είσαι καλά αύριο.
Ήμασταν χάλια. Ο πατέρας μου δεν έκλεισε μάτι ούτε δευτερόλεπτο, βασανισμένος από την ιδέα ότι δεν έπρεπε να σβήσω το σxέδιο. Την επομένη άρχισα τη δουλειά, χωρίς καν να κοιτάζω το μοντέλο, που το ήξερα απ' έξω. Στο τέλος μόνο της μέρας αντιλήφθηκα ότι είχα κάνει το σχέδιο πολύ μεγάλο. Τα πόδια δεν χωρούσαν στο χαρτί μου. Αυτό ήταν ακόμα χειρότερο από το να αφήσω υπερβολικά μεγάλα περιθώρια. Τα έσβησα όλα από την αρχή. Στην έξοδο βρήκα τον πατέρα μου πελιδνό από ανυπομονησία.
— Λοιπόν;
— Πολύ μεγάλο, του απάντησα.
— Και τι θα κάνεις;
— Το έσβησα ήδη.
Στα γκριζογάλανα μάτια του φάνηκαν δυο δάκρυα.
- Έλα, είπε σαν για να παρηγορήσει τον εαυτό του, έχεις ακόμα όλη την αυριανή μέρα. Πόσες φορές δεν έκανες σxέδια σε λιγότερο από δυο ώρες!
Ήξερα ότι αυτό ήταν ανθρωπίνως αδύνατο, διότι χρειαζόταν τουλάχιστον μια μέρα για το σκίτσο και άλλη μια για τις φωτοσκιάσεις. Ο πατέρας μου το ήξερε επίσης. Όλα είχαν χαθεί. Θα έπρεπε να γυρίσουμε στη Figueras, πνιγμένοι στη ντροπή, εγώ, που ήμουν ο καλύτερος εκεί πέρα. Ο κύριος Nyñes ήταν σίγουρος ότι θα πετύχαινα αμέσως, ακόμα και αν το σχέδιό μου ήταν ένα από τα μετριότερα έργα μου.
- Αν αποτύχεις, είπε ο πατέρας μου, θα είναι από λάθος μου και από λάθος του ηλίθιου του θυρωρού. Τι ανακατεύτηκε; Αν το σχέδιό σου ήταν καλό, είχε σημασία το μέγεθος;
- Και εγώ αυτό σού έλεγα, του απάντησα με κακία. Αν είναι κάτι καλά ζωγραφισμένο, δεν υπάρχει πρόβλημα!
- Μα μου είxες πει, εσύ ο ίδιος, ότι ήταν πολύ-πολύ μικρό, δικαιολογήθηκε γεμάτος τύψεις, βασανίζοντας με τα δάχτυλά του μια τούφα από τα μαλλιά του.
— Ποτέ δεν είπα ότι ήταν πολύ-πολύ μικρό. Είπα «μικρό».
- Εγώ, επανέλαβε, νόμιζα ότι μου είχες πει ότι ήταν πολύ-πολύ μικρό. Λοιπόν, πιθανόν να ήταν εντάξει; Πες μου ακριβώς τις διαστάσεις του, για να μπορέσω να καταλάβω.
Τον βασάνιζα όσο περισσότερο μπορούσα.
— Μιλήσαμε τόσο πολύ γι' αυτό που δε μπορώ να το θυμηθώ ακριβώς. Νομίζω ότι το σχέδιό μου ήταν κανονικό, μάλλον μικρό, αλλά όχι υπερβολικά!
— Προσπάθησε λοιπόν να θυμηθείς! Είχε αυτό το μέγεθος; Μου έδειχνε ένα πηρούνι.
— Πώς θα μπορούσα να μετρήσω το μέγεθος του σχεδίου μου μ' ένα κυρτό πηρούνι;
- Φαντάσου, ξανάρxισε πάλι υπομονετικά, ότι πρόκειται γι' αυτό το μαxαίρι. Είχε αυτό το μέγεθος;
- Νομίζω πως ναι, αλλά ίσως και όχι!
- Είναι ναι ή όχι; ρώτησε με λύσσα.
- Ίσως ναι, ίσως όχι.
Ο πατέρας μου βημάτιζε πάνω κάτω στο δωμάτιο, πνιγμένος από το άγχος και την οργή. Πήρε ένα ψίχουλο ψωμιού, το πέταζε κάτω και πέφτοντας στα γόνατα με ρώτησε ικετευτικά:
- Ήταν μικρό σαν αυτό το ψίχουλο ή μεγάλο σαν αυτή τη ντουλάπα με τον καθρέφτη;
- Σε λίγο δεν θα μπορούμε πια ούτε να βγαίνουμε μαζί σου. Δεν αξίζει τον κόπο ν' αφήσεις μακριά μαλλιά και φαβορίτες για να γυρίσουμε στη Figueras με την ουρά ανάμεσα στα σκέλια!
Εδώ και δυο μέρες το γαλαζωπό βλέμμα του είχε γίνει πικρό και κουρασμένο. Δεν έστριβε πια ούτε την άσπρη τούφα των μαλλιών του που, τώρα, ανασηκωμένη σαν κέρατο, φανέρωνε όλη του την αναστάτωση.
Ξημέρωσε μια σκυθρωπή μέρα. Ήμουν έτοιμος για όλα... Η καταστροφή δε μπορούσε να είναι χειρότερη από τις στιγμές που ζήσαμε την προηγούμενη μέρα. Άρχισα τη δουλειά από την αρχή της ημέρας. Σε μια ώρα τα είχα τελειώσει όλα, ακόμα και τις πιο λεπτεπίλεπτες φωτοσκιάσεις.
Περνούσα την τελευταία ώρα θαυμάζοντας την τελειότητα και την επιτυχία του έργου μου, όταν ξαφνικά αντιλήφθηκα ότι, αυτή τη φορά, αυτό που είχα κάνει ήταν πολύ μικρό, μικρότερο και από το πρώτο μου σχέδιο!
Στη έξοδο βρήκα τον πατέρα μου να διαβάζει εφημερίδα. Μη τολμώντας να με ρωτήσει, περίμενε τις πρώτες μου κουβέντες.
- Έκανα ένα καταπληκτικό σχέδιο. Και αμέσως συμπλήρωσα:
- Δυστυχώς είναι ακόμα πιο μικρό από το πρώτο!
Οι τελευταίες λέξεις είχαν το αποτέλεσμα μιας βόμβας, τα αποτελέσματα των εξετάσεων, όμως, δεν ήταν λιγότερο εκρηκτικά. Με δέχτηκαν στη Σχολή Καλών Τεχνών με αυτό το αιτιολογικό: «Αν και το σχέδιο δεν εκτελέστηκε στις καθορισμένες διαστάσεις, είναι τόσο τέλειο, ώστε η εξεταστική επιτροπή το αποδέχτηκε».
Salvador Dalí (1904-1989)
Το κείμενο είναι απ' την Αυτοβιογραφία του Νταλί και το απόσπασμα παρμένο απ' το Αντικλείδι
No comments:
Post a Comment