Μπαμπά,
σου γράφω απ’ το αεροπλάνο, μόλις σε κηδέψαμε κι επιστρέφω σπίτι μου, στη Μαδρίτη. Δε μπορώ να σου πω ότι η μαμά είναι καλά, ούτε η Ειρήνη, ούτε εγώ…
Όσο φυσικό κι αν είναι, ένα παιδί ν’ αποχαιρετάει τον πατέρα του και όχι το αντίστροφο, το ξερίζωμα είναι βίαιο, έχει και η φύση τη δική της βία, ξεριζώθηκε αυτή η ακαθόριστη ασφάλεια πως κάποιος μ’ αγαπάει άνευ όρων, η βεβαιότητα πως κάποιος μ’ αγαπάει από την πρώτη μέρα που φύτρωσα, πως κάποιος με προστατεύει απ’ τον τρομερό φόβο του θανάτου, ένας πατέρας είναι ανάχωμα όσο ζει και λέει με τη σιωπή του στα παιδιά του «μη φοβάστε, τα πράματα θα γίνουν κανονικά, όσο είμαι εγώ ζωντανός, εσείς να μη φοβάστε το θάνατο, τα πράματα θα γίνουν κανονικά, πρώτα εγώ…»
Μπαμπά, το ξέρω ότι φοβόσουν πολύ το θάνατο, γι’ αυτό είχες φτιάξει αυτή την τεράστια συλλογή από χάπια που μόνον εσύ ήξερες ποιον τρόμο σου καταπράυνε το καθένα, χάπια στη σακούλα και τηλέφωνα στο πορτοφόλι σου, χαρτάκια μικρά μ’ ένα τηλέφωνο χειρόγραφο πάνω…
Λούλα 6942
Ειρήνη 695…
Γιάννης Ελλάδα 69…
Βικτωρία γιατρός 6…
…
Κάθε φορά που ως ξεναγός στο λεωφορείο παίρνω το μικρόφωνο, προσπαθώ να οικοδομήσω έναν κόσμο, έχω πει τόσες ιστορίες, για Κονκισταδόρες και Ναβεγαδόρες, για ζωγράφους και για ποιητές, ιστορίες για έρωτες και όνειρα ματαιωμένα, για πολέμους και δικτατορίες, για εγκλωβισμένες ζωές και για ζωές που δε μάθαμε ποτέ ποιος τις κυβερνάει, για ζωές που έγιναν αυτό που μπόρεσαν και άφησαν κατά μέρος αυτό που ήθελαν, είπα τόσες ιστορίες για βασιλιάδες αλλά για οικοδόμους ούτε μία, άδικο να μείνει ανείπωτη η ιστορία τής ζωής τού ανθρώπου που μου έδωσε τη ζωή.
Άκου λοιπόν την Ιστορία σου μπαμπά,
Γεννήθηκες τη 2η μέρα των Χριστουγέννων του 1939, τη χρονιά που ξεκινούσε ένας Παγκόσμιος Πόλεμος. Καμία ψευδαίσθηση δηλαδή, κανένα απ’ τα ψέματα που λέμε στα παιδιά, «όλα θα παν καλά…», απ’ την αρχή ξεκάθαρα πράματα «όλα θα είναι δύσκολα…»
Αντί για τις Μοίρες, ανέλαβαν να τα γράψουν όλα σε συνεργασία Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης μπαμπά, γεννήθηκες το 1939 σε ιδανικές συνθήκες Τραγωδίας, ανοίγει η Αυλαία και πριν καν γίνεις δυο χρονών, σκοτώθηκε ο πατέρας σου, αυτός που μου δωσες το όνομα κι ας μη θυμόσουν τίποτα απ’ αυτόν, « Γιάννης Λυμτσιουλης, 21 χρονών έπεσε στο αλβανικό μέτωπο υπέρ πίστεως και πατρίδος κατά την εισβολή των Ιταλών.»
Και μείνατε πλέον τρεις σας μαπμπά, η χήρα γιαγιά 18 χρονών, η μεγάλη σου αδερφή, ήδη 3 χρόνων η θεία Ρούλα και συ κόντευες τα 2 ήδη έτρεχες… σ’ ένα χωριό τής Θεσσαλίας χωρίς γη, ούτε ένα στρέμμα.
Κάπου εκεί ξεκινάει και η δική μου Ιστορία μπαμπά, γιατί όλα εκείνα έφτιαξαν άθελά τους κι όλα όσα είμαι εγώ, αν είχες γη μπορεί να μην έφευγα να γνωρίσω τον κόσμο, ας βλέπουμε το Καλό όπου μπορούμε...
Για παιδική είχες λίγο πόλεμο, λίγη κατοχή και πολλή πείνα.
Μπαμπά αλήθεια στο λέω, έκανα χρόνια να συγχωρέσω τους Ιταλούς γιατί η πρώτη Ιστορία που θυμάμαι, το πρώτο «παραμύθι» τής ζωής μου, ατόφια αλήθεια το πρώτο παραμύθι, είχε για πρωταγωνιστή έναν Ιταλό, όχι αυτόν που σκότωσε τον πατέρας σου, άλλον, αυτόν που έμπαινε στο κοτέτσι τής γιαγιάς κι έκλεβε τις κότες της κι αυτή έπρεπε μετά να βρει αλλού και κότες μια αυγά…
Φρίκη στον ύπνο μου οι πρώτοι οι Ιταλοί, εφιάλτες με άδεια κοτέτσια.
Όταν έγινες έξι χρονών, έφαγες κουκιά κι έπαθες δηλητηρίαση.
Τρομερό μπαμπά, η θεία Ρούλα από τότε που ήμουν τέσσερα χρονών μου λέει ακόμα την ίδια ιστορία για τότε που έφαγες κουκιά….
- «Θεία… μού το ‘χεις πει 369.567 φορές...»
Και κείνη συνέχιζε σα να της είχα πει… «Θεία πες μου σε παρακαλώ τί έγινε τότε με το μπαμπά…
- Ήταν 6 χρονών ο μπαμπάς σου πήγε κι έφαγε κουκιά... Πω πω πω πω … -Σπαρταρούσε απ’ τον πυρετό... δηλητηριάστηκε ο μπαμπάς σου... Σπαρταρούσε όπως κάνει η κότα όταν της κόβουμε το κεφάλι Γιαννάκη…
-Σταμάτα θεια...
-Τον πήρε στην πλάτη η γιαγιά, πήρε και μένα απ’ το χέρι και πήγαμε στο μπάρμπα το Σούρλα…
Μόλις τον είδε το μπαμπά σου «πάει το παιδί λέει» κι έτρεξε αμέσως, πιάνει ένα αρνάκι, το σφάζει εκεί μπροστά μας, σπαρταρούσε κι αυτό σαν το μπαμπά σου, το γδέρνει άρον άρον και τύλιξε μες στο τομάρι το μπαμπά σου…
- Σταμάτα θεία…
- Κι ήπιε όλο το δηλητήριο το τομάρι κι άνοιξε τα ματάκια του ο μπαμπάς σου… κι έπεσε ο πυρετός και σώθηκε Γιαννάκη ο μπαμπάς...
Ιστορικός με δικό της μοναδικό τρόπο η θεία μπαμπά, σ’ αγαπούσε πολύ και παρέδιδε κάθε φορά Master Class Ιστορίας αλλά το αγαπημένο της επεισόδιο ήταν αυτό με τα κουκιά και με το θάνατο που σε είχε απειλήσει…
Κι αφού σώθηκες από κείνο το αυτοσχέδιο θαύμα στα 6 σου, έγινες 7 χρονών πια και ήταν ώρα να βρεις δουλειά.
Ναι, αν δεν το θυμάσαι μπαμπά, στα 7 σου άρχισες να δουλεύεις κι από τότε δε σταμάτησες.
Βοηθός στο μάστορα του χωριού, στο Στέφανο, έδινες το αλφάδι, το σφυρί, μετά κουβαλούσες λάσπη για χτίσιμο, για σοβάτισμα κι αυτό έμελλε να είναι η πρώτη και η τελευταία σου δουλειά, αυτό έκανες για τα επόμενα 60 χρόνια μπαμπά. Μέχρι που δε μπορούσες πια, πονούσαν χέρια, πόδια, μέση, 60 χρόνια πάνω σε μία σκαλωσιά, ν’ ανάβεις το τσιγάρο με τσιγάρο και να κάνεις πραγματικότητα το μεγαλύτερο ίσως όνειρο του ανθρώπου…να έχει ένα σπίτι… Ένα χωριό ολόκληρο απ’ τα δικά σου χέρια και λίγο πριν τα 70 είπες ν’ αποσυρθείς…
Η θεία Ρούλα, στα διαλείμματα τής ιστορίας με τα κουκιά, μου έλεγε ότι στο σχολείο ήσουν πάρα πολύ καλός… «τα παιρνε πολύ τα γράμματα ο πατέρας σου» ήταν έξυπνος πολύ, αλλά δεν μπορούσε η γιαγια να μας στείλει να σπουδάσουμε…»
Δεν ξέρω αν το θυμάσαι μπαμπά αλλά είχες και συ κόλλημα όπως η θεία, με άλλη δική σου ιστορία… Μέχρι που μπήκα εγώ στο Πανεπιστήμιο, μας έλεγες για τον Ηρακλή. Απ’ το μικρό σου πέρασμα απ’ το σχολείο, απ’ όσα πρόλαβες να μάθεις, ο Ηρακλής σε είχε εντυπωσιάσει περισσότερο, τα όσα είχε καταφέρει… Έναν-έναν τους Άθλους κάθε φορά…
Τώρα που ξέρω ολόκληρο και τον δικό σου βίο, δεν ήταν λιγότερο σημαντικοί οι άθλοι οι δικοί σου…
Κι ύστερα, όσο ήσουν παιδί ακόμα, ήρθε ο έρωτας. Όχι στη δική σου ζωή, στης μάνας σου. Τί πιο φυσικό κι ωραίο, χήρα από 18 χρονών, ερωτεύτηκε έναν άντρα 10 χρόνια μικρότερο της, την ερωτεύτηκε κι αυτός ακόμα περισσότερο, παντρεύτηκαν, ναι, η χήρα στα 30 της πια, κατόρθωσε το ακατόρθωτο: σ’ ένα χωριό τής Θεσσαλίας, σε μια κοινωνία κλειστή για να μην πω σκληρή, επέβαλε τον νεαρό δεύτερο σύζυγό της, τον 2ο άντρα της και επιτέλους έναν πατέρα για σένα, να έχεις ένα πρότυπο, να μάθεις πως να είσαι και συ πατέρας μια μέρα.
Το νέο μέλος τής οικογένειας μπορεί να έδωσε ζωή και ασφάλεια σε όλους σας μπαμπά αλλά τα παιδιά στο σχολείο περιέλουζαν τη μάνα σου μ’ ένα σωρό, γιατί είχε πάρει άντρα 10 χρόνια μικρότερο η χήρα...
Τα παιδιά στο σχολείο επαναλαμβάνουν ό,τι ακούν στο σπίτι.
Είναι εκείνη η περίοδος που έχασες την ακοή σου μπαμπά.
Είπαν πως ήταν απ’ τον πυρετό, απ’ τα κουκιά, από μια άλλη ίωση… Αυτό είπε η Επιστήμη αλλά ε΄γω λέω άλλο...
Εγώ λέω πως αποφάσισες να μην ακούς. Δεν αντέχεται ν’ ακούς να κατηγορούν τη μάνα σου, κι άδικα από πάνω, καλύτερα να κουφαθείς.
Μεγαλώνοντας μπαμπά, νομίζω πως δεν υπάρχει ιός πιο επιθετικός από μια μικρή κλειστή κοινωνία που πας να παραβείς τους νόμους της, την παίρνει τη ζωή σου και την κάνει αγνώριστη.
Από τότε μπαμπά άρχισες ν’ ακούς μόνο ό,τι ήθελες. Από τότε νομίζω άρχισες να χτίζεις τον μοναχικό σου εαυτό.
Είχες πάντα φίλους γύρω σου αλλά μ’ έναν περίεργο τρόπο στην ίδια στιγμή υπήρξες ο πιο μοναχικός άνθρωπος που γνώρισα.
Γιορτές στο σπίτι, γιορτές έξω στην πλατεία, πανηγύρια, χοροεσπερίδες, γλέντια, κλαρίνα, ακορντεόν, πάντα παρών απών, πάντα σιωπηλός μη χρειαστεί να απαντήσεις, με μαεστρία χαμογελούσες, έπαιρνες και βλέμμα απλανές να μη συναντηθεί με κανενός, μη χρειαστεί να σου μιλήσει.
Βρήκες τρόπο να εκφράζεσαι, τη μουσική, είναι ένας άθλος που κατάφερες κι έμαθες ακορντεόν και συνόδευες τη χαρά με νότες αντί για λέξεις ώσπου σε γάμο φίλου σου, κάποιος πήγε και σου κόλλησε 50αρικο στο μέτωπο.
Αυτό ήταν! Σκότωσε τη μουσική μέσα σου.
Εσύ τη μουσική την είχες για δώρο, για τη χαρά, για να την προσφέρεις, γι’ αυτό δούλευες από 7 χρονών, όχι για να έρθει τώρα ένας με 50 δραχμές να…
Η υπερηφάνεια του έγινε δράκος και σε κατάπιε.
Από κείνη τη μέρα ποτέ ξανά δε έπιασες το ακορντεόν στα χέρια σου.
Και μάλλον είναι σωστό αυτό που λένε πως η φύση απεχθάνεται τα κενά, άφησες τη Μουσική και βρήκες άλλη αγάπη, το ποδόσφαιρο, πέρασες απ’ τον ημίθεο Ηρακλή, στον Ηρακλή Χάλκης, έγινες ποδοσφαιριστής στα νιάτα σου, κι έκανες φίλους εκεί αγαπημένους, αγκαλιές, άντρες, ποδοσφαιριστές, φίλοι… μπροστά στις φωτογραφίες εκείνης τής νιότης, άλλαζε η όψη σου μπαμπά. Καμάρωνες που κάποτε ήσουν νέος, ωραίος με γαλανά μάτια κι έτρεχες, και αγαπούσες, και σ’ αγαπούσαν…
Κι ύστερα, δεν ξέρω αν ήρθε ο έρωτας αλλά ήρθε προξενιό, κι ήρθε η μαμά κι έγινε ο κόσμος σου όλος κι αμέσως σχεδόν ήρθα κι εγώ...
Η πρώτη στιγμή, η πρώτη-πρώτη και η πιο καθαρή στη μνήμη εικόνα μαζί σου, είναι να με κρατάς απ’ το χέρι και να με περνάς απέναντι στη θάλασσα... Έπρεπε να στο είχα πει αυτό μπαμπά… περνούσαν μηχανάκια, αυτοκίνητα, φοβόμουν, με πήρες απ’ το χέρι και τέλειωσαν όλα… Η μεγαλύτερη ασφάλεια που ένιωσα ποτέ στη ζωή μου, ήταν εκείνη τη μέρα που με πέρασες απέναντι και αγκαλιά ποζάραμε ρουφώντας τις κοιλιές μας… Εγώ απ’ το κρύο κι απ’ το φόβο και συ επειδή είχες αρχίσει ήδη μια στενή σχέση με το τσίπουρο και η κοιλιά άρχισε να παίρνει διαστάσεις… Ήταν τα χρόνια που το πιο αναπαυτικό μαξιλάρι ήταν αυτή η κοιλιά σου,
...κι αυτό έπρεπε να στο είχα πει αλλά…
Ύστερα, 8 χρόνια μετά από μένα ήρθε και η Ειρήνη. Μοιρασμένη, ισορροπημένη αγάπη, χωρίς πολλά-πολλά εξωστρεφή αισθήματα, αλλά αγάπη και νοιάξιμο πραγματικό πάντα μέσω τής μαμάς.
- Ρώτα τα παιδιά τί θέλουν να φαν αύριο;
- Γιατί δεν τα ρωτάς εσύ τα παιδιά;
- Έγινε κάτι με το Γιαννάκη;
- - Γιατί δεν το ρωτάς εσύ το παιδί;
- Ή Ρηνούλα είπε τίποτα;
- Γιατί δεν τη ρωτάς εσύ;
- Γιατί …
Αυτή την ερώτηση την άκουσα απ’ τη μάνα μου χιλιάδες φορές. Ποτέ δεν πήρε απάντηση και όλοι το δεχτήκαμε όπως πρέπει να δέχεσαι όσα μοιραία δεν αλλάζουν.
Με δύο παιδιά είχες πια σκοπό στη ζωή σου και δεν είχες χρόνο για πολλές κουβέντες.
Δουλειά, για να σπουδάσουμε, δουλειά για να κάνουμε γάμους όπως πρέπει όταν ήρθε η ώρα, δουλειά για να έχεις πάντα λεφτά στην τσέπη για την Άλμπα, για την Αγγελική για τη Θάλεια… Μικρά όνειρα τεραστίου μεγέθους για το σημείο αφετηρίας σου.
Μπαμπά σου μιλάω, βάλε τ’ ακουστικό.
Έκλεισες έναν κύκλο 60 χρόνων σκληρής δουλειάς αλλά σου φαίνονταν σκληρότερο να μη δουλεύεις. Σου πήρε καιρό η αποδοχή.
Μπαμπά γιατί το πήραμε τ’ ακουστικό;;;; Βάλτο!
- Έσβησες τα φώτα στο μπάνιο Γιαννάκη; Αυτοί στη ΔΕΗ τρελάθηκαν
- Ειρήνη τα φώτα στο σαλόνι;;;
Άλμπα τι έκανες μέχρι τις 3 το πρωί κι έβλεπα το φως αναμμένο;
Αγγελική, Αγγελική.... Αγγελική σου μιλάω, κλείσε τη βρύση…… και στην ΕΥΔΑΠ κι αυτοί τρελοί είναι όλοι…
Θάλεια, άμα ξαναξεχάσεις το φως αναμμένο όλη νύχτα, θα σε δαγκώσω...
Άγχος μην ‘ρθουν λογαριασμοί μεγαλύτεροι από σένα, άγχος μην έρθει η ώρα κι αναγκαστείς να ζητήσεις βοήθεια από μας, δεν το ήθελες αυτό, Μεγάλο Σχολείο Αυτάρκειά σου, Μάστερ Κλας Αξιοπρέπειας ώσπου τώρα, τους τελευταίους μήνες στο νοσοκομείο, ήρθες και παρέδωσες Διατριβή Ευγνωμοσύνης.
Για πρώτη φορά, λίγο πριν το τέλος μάς ζήτησες λεφτά μπαμπά αλλά γιατί…
«Δώστε μου να έχω να δίνω στα κορίτσια, στις νοσοκόμες που μ’ αλλάζουν πιτζάμες και στον Άρη που με σηκώνει… διαμάντι ο Άρης Γιαννάκη... κάνουν δύσκολη δουλειά τα παιδιά… φτιάξτε 5ευρα να έχω…»
Στα δύσκολα αποδείχτηκες Μνημείο και Υπόδειγμα Στάσης Ζωής.
Μπαμπά, απ’ όλα τα ευχαριστώ που σου οφείλω, το πιο μεγάλο είναι που μου επέτρεψες να σε προλάβω ζωντανό… Μάσκες και καλώδια, σαν αστροναύτης διασωληνωμένος την τελευταία βραδιά, κατάφερες σήκωσες το χέρι, έστειλες δυο πεταχτά φιλιά και η Αυλαία έπεσε.
Είμαι στο αεροπλάνο, μόλις σε κηδέψαμε μπαμπά και σου γράφω, κοιτάζω την Άλμπα δίπλα μου και σου υπόσχομαι να κάνω ό,τι μπορώ για να σε θυμάται, να σ’ αγαπάει και να σε μνημονεύει στα εγγόνια της.
(Μεταξύ μας τώρα μπαμπά, αν φτάσει η Μνήμη ως εκεί, τί μας νοιάζει μετά;)
Να είσαι σίγουρος και ήσυχος πως έκανες όλα όσα μπόρεσες στην δύσκολη ζωή που σου κληρώθηκε να ζήσεις. Και γω μαζί σου, το ίδιο έκανα, ό,τι μπόρεσα, όχι ό,τι θα ήθελα.
Χωρίς να το ξέρεις, μέχρι πριν λίγο μας προστάτευες από τον τρομερό φόβο τού θανάτου, ήσουν ανάχωμα και τείχος ψηλό που πάνω έγραφε «Ειρήνη μου, Γιαννάκη, μη φοβάστε, τα πράματα θα γίνουν κανονικά, όσο είμαι εγώ ζωντανός, εσείς να μη φοβάστε το θάνατο, τα πράματα θα γίνουν κανονικά, πρώτα εγώ…»
Και τώρα,
Μένει να μάθουμε τώρα απ’ τη μαμά πώς να γίνουμε εμείς και τείχος και ανάχωμα… Σιγά-σιγά πρέπει να πούμε εμείς τώρα στην Άλμπα, την Αγγελική και τη Θάλεια «μη φοβάστε, θα γίνουν όλα κανονικά…πρώτα εμείς…»
Αν όντως είναι ένα ταξίδι στο φως αυτό που τώρα κάνεις, θα σε βρω μια μέρα γιατί το Φως είναι το Μέλλον όλων μας.
Μπαμπά βγάλε τ’ ακουστικό ν’ ακούσεις τι σου λέμε η Ειρήνη και ’γω: σ’ αγαπάμε.
Υ.Γ: Το βίντεο μπαμπά, είναι αυτό που είχα φτιάξει το 2009 για την επέτειο των 40 χρόνων γάμου με τη μαμά.
Γιάννης