22 Aug 2012

Λάρισα-Ανδαλουσία σε 5 λεπτά: Adiós στη Ντίνα μου



Λάρισα--20/21-7-2012:   Λόγω της «Κρίσης», φέτος τις διακοπές μου τις κάνω στη Λάρισα. Παρατεταμένες μάλιστα για λόγους «ανωτέρας βίας.» Η Ντίνα δεν είναι καλά. Η Ντίνα δεν είναι καλά και φαίνεται ότι φτάνει στο τέλος. Πριν καμιά ώρα γύρισα απ’ το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο τής Λάρισας και στη μάχη της μέσα, ακριβώς όπως φωνάζει και προκαλεί τον ταύρο ο ταυρομάχος ο αποφασισμένος για όλα, έτσι φώναζε απόψε ένα ακατάληπτο «ΕΛΑ… ΕΛΑ… ΕΛΑ…».

Σε ποιον το φώναζε, γιατί, τί έβλεπε, τί άκουγε, τίποτα δεν εξήγησε και νοιώθω ελεύθερος να υποθέσω ό,τι θέλω. Έτσι κι αλλιώς κόσμο πολύ είχε γύρω της, θα μπορούσε να το λέει σε οποιονδήποτε από μας, μόνη της η Ντίνα δεν έμεινε ούτε μια στιγμή.  Μπορεί να ήταν η μορφίνη που της βάζουν εδώ και δύο μέρες , μπορεί να ’ταν παραίσθηση αλλά μπορεί και η γενναιότητά της. Μπορεί να έβλεπε ΑΥΤΟΝ που κανένας μας δε θέλει να δει και που όλοι θα δούμε μια μέρα και να του έλεγε κατάμουτρα «ΕΛΑ ΑΝ ΤΟΛΜΑΣ» Το «ΑΝ ΤΟΛΜΑΣ» είναι υπόθεση δικιά τους, της Ντίνας και του Θανάτου, εμείς οι τρομαγμένοι ακούγαμε  μόνο το «ΕΛΑ», μέχρι εκεί έφτανε η τόλμη μας.

Εννιά χρόνια τώρα, αντιμετώπισε όλους τους καρκίνους και τις μεταστάσεις που μπορεί κάποιος να φοβηθεί. 138 χημειοθεραπείες μόνο τα δύο τελευταία χρόνια και μέχρι πριν ένα μήνα δούλευε. Είναι αισθητικός η Ντίνα και για 34 χρόνια, απ’ τα 18 της, (τα 53 θα κλείσει -έστω και στη μνήμη όσων την αγάπησαν- στις 15 Σεπτεμβρίου). 
34 ολόκληρα χρόνια κάνει όμορφες ακόμα κι όσες δε βλέπονται. Δεν έχει αφήσει μουστάκι για μουστάκι σε Λαρισαία. Ένα-ένα τα τσάκιζε τα κύτταρα της κυτταρίτιδας κι ας της τη φέραν τα δικά της. Νύφες, πανάσχημες, έλαμπαν τη μέρα τους γάμου τους. Και στην Εκκλησία και μετά, στις Βερσαλλίες, στα Κολούμπια και στα Παλάντιουμ χάρη στο μακιγιάζ της Ντίνας έλαμπαν. Όλη νύχτα έκρυβε τις ατέλειες το μακιγιάζ της Ντίνας.

Σχεδόν 30 χρόνια φίλοι. Απ’ τα 14 μου είναι πάντα εκεί. 
Ανιδιοτελής, (εξωπραγματικά για άνθρωπο), αθόρυβα γενναιόδωρη και παρούσα ουσιαστικά πάντα. Και άσυλο μού έδωσε όταν με διώξαν απ’ το σπίτι για έναν έρωτα που δεν εγκρίναν, με μάζεψε, με τάιζε με κοίμιζε στο σπίτι της στην οδό Μιαούλη. Και στην εφηβεία μου, δεν άφησε σε χλωρό κλαρί σπυράκι για σπυράκι. Έφτιαχνε τα μαγικά της φίλτρα, με πασάλειβε και τα εξαφάνιζε μην τυχόν και τρέξει πύον η ανασφάλειά μου. Και ταξίδια κάναμε πολλά. Πήγαμε κι από δω, πήγαμε κι από κει. Και στη Σκιάθο σε κεντρικό άνετο ενοικιαζόμενο μείναμε, και στο Agrigento ένα μήνα σε άβολη σκηνή απόκεντρου κάμπινγκ γιατί η Ιταλίδα, ο έρωτας μου, ο «μη εγκεκριμένος», η Analissa,έπαψε να είναι έρωτας, κι έκανε τα πάντα για να δικαιώσει και μάνα και πατέρα που με είχαν διώξαν απ’ το σπίτι. 
Η Ντίνα όμως έμεινε μαζί μου, εκεί, στη σκηνή να καίγεται απ’ τις θερμοκρασίες της Σικελίας στηρίζοντας την εμμονή μου πως μπορεί να αναστηθεί ό,τι έχει πεθάνει.

Τον Μάρτιο που είχαμε ξαναειδωθεί, μου είπε: «πρώτα ο Θεός, να τελειώσω μ’ αυτές τις κωλοχημιοθεραπείες και θέλω να ’ρθω το καλοκαίρι να κάνουμε το ταξίδι στην Ανδαλουσία.»

Βλέποντας τη Ντίνα αυτές τις μέρες, να γίνεται μη αναγνωρίσιμη, αναπόφευκτα σκέφτομαι τη στιγμή του αποχαιρετισμού.  Σήμερα με ρώτησε η Άλμπα «πού θα πάει η Ντίνα μπαμπούλη και λες συνέχεια θα φύγει;» Της είπα το εύκολο: «στον Ουρανό» κι αμέσως την προσγείωσα, την πήρα αγκαλιά κι έβαλα στο youtube το τραγούδι που χόρευε η Ντίνα πάντα στα μπουζούκια: «Το Σημάδι» του Πάριου. (Στη Λάρισα ήμασταν πού θα πηγαίναμε;) 

Είναι δυνατόν ένα youtube να ’χει την επίδραση μορφίνης; 

Κι όμως! 

Στη μικρή οθόνη του υπολογιστή έβλεπα τη Ντίνα και τον Πάριο 20 χρόνια κι οι δυο νεότεροι, να τραγουδάνε αγκαλιά. Και δεν είδα μόνον αυτούς τους δυο. Ξαφνικά είδα να πέφτει πάνω τους κι η Μαρινέλα, από πίσω η Χαρούλα, η Γαλάνη, ο Παπάζογλου…χαμός γύρω απ’ τη Ντίνα μου όπως πριν λίγο γύρω απ’ το κρεβάτι της στο Νοσοκομείο.

Είπα στην Άλμπα (και φαίνεται πως η ανάγκη μου βρήκε τον τρόπο να μιλήσει για το Θάνατο μ’ ένα παιδί 7 χρονών, δε θα ρωτούσε όσα ρώτησε αν δεν είχε καταλάβει) πως χθες βράδυ έβαλα το τραγούδι της στο τηλέφωνο, το πλησίασα στ’ αυτί της και ξαφνικά, το Blackberry της μορφίνης. Youtube Versus Blackberry. Η Ντίνα κατάλαβε ποιος ήταν, κατάλαβε τι άκουγε, έκανε κάτι σα χαμόγελο, κι η μάνα της, η θεία Αννούλα άρχισε να τραγουδάει. Δεύτερη φωνή εγώ. «Το Σημάδι».

Της έκανε εντύπωση της Άλμπας, που ενώ η Ντίνα «έφευγε για πάντα για τον Ουρανό» η μάνα της κι εγώ το ρίξαμε στο τραγούδι...

Λάρισα--21/22-7-2012:   Μέσα στο χαμό που γίνεται στο κεφάλι μου, με πιάνω επ’ αυτοφώρω ώρες-ώρες να σκέπτομαι, τί παπούτσια θα βάλω την ημέρα που η Ντίνα θα βγάλει τα φτερά για τον Ουρανό. Εγώ ήρθα για διακοπές, με σαγιονάρες ήρθα, σαγιονάρες και μόνο ένα ζευγάρι μαύρα λουστίνια για έναν γάμο που έχω, τ' άφησα όλα πίσω στη Μαδρίτη, το καλοκαίρι γίνονται γάμοι, όχι κηδείες...  

Ξαφνικά θυμήθηκα κάτι κατάμαυρα παπούτσια του flamenco,που αγόρασα το χειμώνα που πάλι είχα πολύ χρόνο ελεύθερο και γράφτηκα σε μια σχολή χορού. Πάνω κάτω το ίδιο θα μου έρχονταν αν άρχιζα τα αντικαταθλιπτικά κι έτσι αποφάσισα χορό αντί για χάπια. 

Και λίγο οι εξηγήσεις στην Άλμπα για το τραγούδι μπροστά στο θάνατο, λίγο τα μαύρα τα ψηλοτάκουνα παπούτσια, έκατσα κάτω απ’ την κληματαριά, έβγαλα φύλλα και κλαδιά, αναρριχήθηκα, ρίχνω μια ματιά στο φεγγάρι, βλέπω ένα κουτί με παπούτσια, τα βγάζω με το κατάμαυρο μυαλό μου, τα φοράω, βάζω στο youtube μια Bulería της Rocío Jurado που κι αυτή ο καρκίνος τής έδωσε τα παπούτσια της στο χέρι για τον Ουρανό πριν λίγα χρόνια, ξαφνικά έμφανίζεται κι Ντίνα εκεί κάτω απ' την κληματαριά, νέα, όμορφη, λαμπερή και μαυρισμένη σαν από διαφήμιση αντηλιακού όπως την είχε κάνει τότε ο ήλιος στη Σικελία κι αφέθηκα «σε μια τρελή τρελή ονειροπόληση» πως ήμασταν  σπουδαίοι χορευτές σε περιοδεία…

Και πού δεν πήγαμε μ’ αυτή την τουρνέ, την Ανδαλουσία φύλλο και φτερό κάναμε. Από επαρχία σε επαρχία, και στις 8 χωρίς ούτε ένα ρεπό, καραβάνι ολόκληρο οι δυο μας μόνο. Ούτε σκηνή, ούτε μπαούλα, ούτε κονσόλες, καλώδια, και μικροφωνικές… Ούτε καν ένα σακ βουαγιάζ στην πλάτη. Η Ντίνα ένα φόρεμα απλό με ασπροκόκκινο πουά, εγώ ένα στενό κατάμαυρο παντελόνι και τα παπούτσια του ο καθένας, αυτά όλα κι όλα και φύγαμε.

Ποτέ παπούτσια που φορέθηκαν στο κεφάλι δεν πήγαν κάποιον τόσο μακριά!

 Και τους ελαιώνες της Χαέν οργώσαμε κι ας ήταν μόνον οι Bandoleros θεατές μας. Ένας αρχιληστής μάλιστα την πέρασε για την Κάρμεν, έλεγε ότι είναι η γυναίκα του και ήθελε να την πάρει στη σπηλιά του.

Μετά χορέψαμε μέσα στο Τζαμί της Κόρντοβας έχοντας ν’ ανταγωνιστώ 857 ολόκληρες κολόνες γιατί όλες θέλαν να γίνουν ο καβαλιέρος της. (Ούτε τα προσχήματα δεν κρατούσαν, «την έπεφταν» στη Ντίνα εν ψυχρώ μπροστά στα μάτια μου. Αυτό το χούι του λατίνου εραστή που και καλά «είναι αμαρτία να μην φλερτάρεις θηλυκό», μέχρι οι κολόνες το ’χουν στην Ανδαλουσία.)

Από κει, στην Αλάμπρα όπου είχα Άγιο γιατί μου όρμησαν και τα 12 Λιοντάρια στο χαρέμι για να μου την πάρουν. Προκαλούσε βέβαια λίγο κι η Ντίνα, σε κάθε στροφή, άγγιζε δήθεν λίγο τυχαία τη χαίτη τους. Πάνω, απ’ τους Κήπους Χενεραλίφε, εκατομμύρια μαύρα μάτια ελιά στριμώχνονταν για να μας δουν. Φαινόταν μάτια καλλιεργημένα, βλέμματα πονεμένα και βαθιά, άλλοι μουσουλμάνοι ετούτοι, καμιά σχέση με κείνους που βάλαν κάποτε φωτιά στη Σμύρνη. Όλοι με τον Αριστοτέλη στη μασχάλη ετούτοι, τα «Πολιτικά» θυμάμαι είχαν, (και τα 8 βιβλία). Μεγάλη επιτυχία στη Γρανάδα! Να ’ρθει μέχρι η Σουλτάνα, δεν το περιμέναμε! Πρώτη φορά είδα τη Ντίνα να ’χει τρακ. Εγώ, ένοιωσα άβολα πιο πολύ όταν είδα στο θρόνο του Σουλτάνου να κάθεται ο Lorca.

Κι απ’ τη Γρανάδα, ολοταχώς βρεθήκαμε να ιδρώνουμε σ’ ένα σοκάκι του Κάντιθ μπροστά στον Ατλαντικό χωρίς ούτε ένα καράβι θεατή. Έλα όμως που βρέθηκε ένας έλληνας, -πραγματικά όποια πέτρα κι αν σηκώσεις θα βρεις έναν. Στη δεύτερη σειρά καθόταν ο Νίκος Καβαδίας μ’ ένα ναύτη αφρικανό. Δεν είναι ότι σνομπάραμε τους δυο μοναδικούς μας θεατές όμως, ερχόμασταν απ’ την Αποθέωση και δεν μπορέσαμε να προσαρμοστούμε σε τόση θάλασσα. (Μεταξύ μας, στο Καντιθ δεν πήγε καθόλου καλά το πράμα. Κοιμόταν όλη η πόλη απ’ το Φεβρουάριο κι ας ήταν Ιούλιος τώρα… είναι μην πάρουν το ποτήρι στο χέρι αυτοί, πρέπει να ήπιαν το μισό Ατλαντικό. «Πάλι καλά» λέω στη Ντίνα «που το Κάντιθ βλέπει στον Ωκεανό γιατί αν ήταν η Μεσόγειος, θα την είχαν κάνει «άσπρο πάτο» και  τώρα τα νησιά μας θα ήταν λοφίσκοι στην έρημο και δε θα τα ’θελε ούτε η Τουρκία.» Δεν της καίγονταν καρφί για την Πολιτική της Ντίνας, μου φύσηξε τον καπνό στη μούρη και προχώρησε μπροστά...) 

Την άλλαξα τη κουβέντα αμέσως κι ύστερα την πιάνω  απ’ τη μέση, ρίχνουμε μια στροφή διπλή, και ως δια μαγείας, βρεθήκαμε στο Γουαδαλκιβίρ. Κι απ’ τη μια όχθη και απ’ την άλλη, και με τον Χρυσό Πύργο χορέψαμε και με μια άστεγη στην Τριάνα κάναμε τρίο. «Μ’ αρέσουν τα σκουλαρίκια σου... και τα μάτια σου μ' αρέσουν...» της λέει η Ντίνα της άστεγης, «πώς σε λένε;» «Κάρμεν» απαντάει αυτή, «Δούλευα σ’ ένα καπνεργοστάσιο αλλά ήρθε κρίση είπαν κι έκλεισε... δεν ήμουν πάντα άστεγη». 
Τραβάω εγώ την «άστεγη» ευγενικά απ' το χέρι, ένα βαποράκι Μαροκινός πιάνει τη Ντίνα  απ’ τη μέση, μας βλέπουν απ' τα παράθυρα και κατεβαίνουν κι άλλοι,, βγαίνουν κι από τα πάτιος κι κι απ' τα στενά, κόσμος, χαμός, ακούν τη φασαρία κι οι άστεγοι απέναντι και πλησιάζουν, χαμός, κι αυτοί, πάνω από δυο χιλιάδες... άστεγοι και μεις, θρίαμβος και πανικός! Σπάσαμε τα τζάμια σε 3 τράπεζες και βάλαμε φωτιά το ποτάμι. Ευτυχώς είχαν πιει και οι αστυνομικοί και κάναμε καλή παρέα, όλα εν τάξη τούς φαινόταν.

Με το που «πέφτει» η τρίτη συνεχόμενη Bulería πεινάσαμε και πεταχτήκαμε στη Μάλαγα. Πήραμε ποικιλία, διάφορα ψαράκια τηγανητά, γαρίδες, λίγο χταπόδι, γόνο καλαμαριού και δυο τρεις tapas της ημέρας… Φτηνά και καλ΄όλα! Σ’ ένα στενό ακριβώς πίσω απ’ το Μουσείο Πικάσο, γυρίζω να ζητήσω ένα μπουκάλι κρασί ακόμα και τι να δω: Ο Antonio Banderas! Προσπαθούσε ο έρμος τρυφερά να σηκώσει τη Melanie που είχε πιει πάλι και δεν του πολυέδινε σημασία γιατί μιλούσε στο τηλέφωνο. Κάνω νόημα στη Ντίνα να κοιτάξει… Από τότε ακόμα που έπαιξε στο EL MATADOR «χτυπιόταν» όταν τον έβλεπε. Μια ζωή ερωτευμένη με τον Μπαντέρας η Ντίνα αλλά αυτός εκεί με την αλκολικιά. Μια ζωή ερωτευμένη με τον Μπαντέρας στην οθόνη και τώρα τον είχε δυο τραπέζια δίπλα. Σιγά μην κρατούσε τα προσχήματα. Σηκωθήκε δήθεν αυθόρμητα και πήγε στο τραπέζι του. Η «σύζυγος» μιλούσε ακόμα στο τηλέφωνο, λιώμα, το είχε σε ανοιχτή ακρόαση. Και να ήθελες να μπερδέψεις τη φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής δε γίνετε. Η Amy ήταν! Η Amy Winehouse! Είναι φωνή αυτή να τη μπερδέψεις; Ζητούσε από τη Melanie να της κάνει «πάσα» στον ουρανό κάνα μπουκάλι γιατί είχε λέει απ’ τον Ιούλιο του 11 να βρέξει τα χείλια της. (Όλοι αλλά ειδικά οι αλκοολικοί πρέπει να τον σιχαίνονται το Θάνατο. Να σε πιάσει η στέρηση, να κολλάει το στόμα σου απ' τη λάσπη και τί κάνεις; Σφηνάκι από βροχή;) 
Η Melanie και η Amy, στον κόσμο τους, ο Antonio με άβολο χαμόγελο αλλά πάντα χαμόγελο, η Ντίνα για πρώτη φορά να μ’ έχει γραμμένο και να τον κοιτάζει σαν ηλίθια, κι εγώ με τα παπούτσια μου τα μαύρα του γάμου το ’ριξα στο taconeo. Είχε και ξύλινο πάτωμα το ταβερνάκι, αν έμεναν κάποιοι στο υπόγειο, κουρέλι τα νεύρα τους! Ούτε που χόρευα μπροστά σε Σταρ του Χολυγουντ με κομπλεξάρισε ούτε που της Ντίνας οι φιγούρες ήταν πια για άλλον άντρα. Το κατάπια όλα χωρίς πολλά πολλά δράματα: ανάμεσα από μένα και τον Antonio μια λογική γυναίκα αυτόν διαλέγει. Κανένα δράμα, ίσα-ίσα, που το ευχαριστήθηκα γιατί δεν είναι καλό να μένουν όνειρα ανεκπλήρωτα κι η Ντίνα 30 χρόνια τώρα φαντασιώνονταν να βρεθεί σε τε-τα-τετ μαζί του. (Είδα με τα ίδια μου τα μάτια αυτό που λένε όλοι: «ο Antonio πάνω απ’ όλα, είναι καλός άνθρωπος» Κατ’ αρχάς δε μας άφησε να πληρώσουμε πεσέτα! Σε πεσέτες ήρθε ο λογαριασμός, τον είδα κι αυτόν με τα ίδια μου τα μάτια.) Και για να είμαι δίκαιος πρέπει να πω πως ό,τι έκανε, δεν το ’κανε σαν κανένας «σαλιάρης» για να κάνει εντύπωση στη Ντίνα. Κέρασε με την ψυχή του και τη Ντίνα και μένα γιατί δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ήμαστε στην πόλη του και θα πληρώσουμε. (Μαλαγένοι κι οι δυο αλλά, καμιά σχέση ο Antonio με τον Picasso!)

Ποδοβολητό στο ποδοβολητό σαν άλογα αφηνιασμένα βρεθήκαμε στη Χερέθ. Ήπιαμε ένα jerez, cherry το λέν οι άγγλοι. Υποτίθεται χωνευτικό γιατί εμένα, μου ’χε καθίσει ο γόνος τού καλαμαριού σαν απόγονος: στο λαιμό, στην πλάτη, στο σβέρκο…παντού η μνήμη.

Από κει, επόμενος σταθμός τής περιοδείας, δυο τζούρες η Αλμερία (ακόμα ζαλισμένος είμαι.) Πώς το στρίβουν έτσι οι τσιγγάνοι και μοιάζει με φουγάρο πλοίου! Πύραυλος έγινε κι η Ντίνα.

Ρουφηξιά στη ρουφηξιά "εκτοξευθήκαμε" στο Palos της Ουέλβας, πάνω στην τρίτη Καραβέλα, τη Σάντα Μαρία, ξύλο ιδανικό για τα τακούνια μας! Τραβάει η Ντίνα άλλη μία ρουφηξιά, τίποτα. Προσπαθώ και ’γω, τίποτα πάλι! Με τόση υγρασία ο Ατλαντικός, πώς να τραβήξει το τσιγάρο! (Ευτυχώς γιατί, μια ρουφηξιά ακόμα κι έτσι όπως ήταν «φτιαγμένη» απ’ τον Banderas, θα ’βλεπε τον Λόρκα για Ριτσαρντ Γκιρ. Απ’ το ’80 το 'χε αυτό το δίλλημα ανάμεσα στο Γκιρ και τον Μπαντέρας.) Ξαφνικά, μπροστά στη μύτη μας, ανάβει ένας αναπτήρας, τραβάει η Ντίνα και το τσιγάρο ξανάναψε. Σηκώνουμε με δυσκολία το κεφάλι και τι να δούμε: ο Κολόμβος, στην τρίχα ντυμένος Καπετάνιος μ' έναν αναπτήρα στο χέρι. Δε λέει που ακόμα δεν έμαθε πού είχε φτάσει, ήθελε να παραπλανήσει τη Ντίνα στ’ αμπάρια! Εδώ ολόκληρες Ινδίες δε βρήκε, τ' σκοτεινά αμπάρια θα βρισκε; (Εγώ ούτε που τον κοίταξα. Αν του δώσεις αέρα του άσχετου θέλει να κάνει κουμάντο μετά.) «Να δεις» της λέω της Ντίνας στ’ αυτί, ένα γεια να του πούμε, μετά θα παρουσιάζεται για Μάνατζ'έρ μας. Μακριά από τυχοδιώκτες! Κράτα τον σε απόσταση, θα μας διαλύσει αυτός σαν τη Γιόκο Όνο!» Δε χρειάστηκε να το ξαναπώ. Σιγά μην παρατούσε εμένα η Ντίνα για τον Κολόμβο. Είχε γνωρίσει αρκετούς τυχοδιώκτες στη ζωή της και τους απεχθάνονταςν όσο και γω. «Déjanos en paz Cristobal» του κάνει και φύγαμε. (Σε ελεύθερη μετάφραση: Αι παράτα μας Χριστόφορε)  .

Και πού δεν πήγαμε σήμερα με καράβι το youtube και κουπί την Ανάγκη. Έτσι κι αλλιώς ονειροπόληση ήταν και μάλιστα υποχρεωτική λόγω αποχαιρετισμού, όχι σαν αυτά τα προαιρετικά με τα κόστη τα έξτρα, τα απρόβλεπτα. Το ήξερα το κόστος απ’ τη αρχή, δεν είναι προαιρετικός ο πόνος μετά από 30 χρόνια αγάπης.

22/7/2012.,  6:30.

Μούσκεμα έγινα!

Κι απ’ τη ζέστη, -στη Λάρισα Ιούλιος, δεν είναι για κηδείες- κι απ’ την κουβέντα με το Γιώργο τον αδερφό της Ντίνας, ώρες ατέλειωτες μέσα κι έξω απ’ το Νοσοκομείο. Ο πιο αγαπημένος φίλος μου στην εφηβεία, χάρη σ’ αυτόν μπήκε στη ζωή μου η Ντίνα.

Λάρισα--22/7/2012.,  11:10.

Η Ντίνα πήγε στον Ουρανό.

     «Ξεκουράστηκε» είπαμε όλοι λες κι είναι ξεκούραση στα 50 σου να μην κάνεις τίποτα. Να μην αναπνέεις, να μην περπατάς, να μην κάνεις έρωτα... Αυτή η κούραση είναι ειδική και τόση που για να ξεκουραστείς δεν πρέπει να κάνεις Τίποτα. Ούτε αυτό που λέμε «κάτσε να ξεκουραστείς». Όχι, ούτε να καθιστός. Πάντα, ή καλλίτερα, για πάντα ξαπλωμένος και μόνο ανάσκελα. Ωραία ξεκούραση! Να τη χαίρονται όσοι τη βγάλαν έτσι!

Υ.Γ: Μαδρίτη, 13/8/2012

     Ντίνα μου, αν και εφόσον φτάνει ως εκεί η χάρη και η εμβέλεια του facebook,των Blogs, των εφημερίδων και των προσευχών, ας κάνουν τη χάρη στην Ανάγκη μου να επικοινωνήσω μαζί σου. Δεν είμαι καλά σήμερα, το status μου είναι ασταθές.

     Είναι τα γενέθλιά μου σήμερα και κάθε φορά που χτυπάει το τηλέφωνο, ξεχνάω ότι πέθανες και νομίζω είσαι εσύ. Εσύ όμως πέθανες κι εγώ πρέπει να το αποδεχτώ εκτός κι αν ξέρεις κανέναν άλλο τρόπο.


Υ.Γ.: Βαρκελώνη, 22/8/2012, ένας μήνας ακριβώς από την «ξεκούραση» της Ντίνας

 Θα κάνω κι άλλα ταξίδια μαζί της. Γιατί μου μένει αυτός ο τρόπος που μόνος μου έφτιαξα. Αυτή είναι η ελπίδα μου τώρα. Οι «τρόποι» που θα φτιάχνω μόνος μου κάθε φορά που θα μένω πίσω μέχρι να ’ρθει η ώρα και για τον δικό μου Ουρανό. Η ώρα που δίπλα στην παύλα των γενεθλίων μου θα μπει τελεία και παύλα.


Υ.Γ.: Γρανάδα, 11/9/2012. 

Ντίνα μου, πέθανε κι η θεία Ιφιγένεια σήμερα. Με την «ευκαιρία» τής έδωσα να σου φέρει κάτι c.d που σου ’γραψα. Κι έβαλε κι η μάνα σου λίγα αυγά κι ένα κοτόπουλο. Μη μας παρεξηγείς. Εσύ ειδικά το ξέρεις πια πολύ καλά ότι πρώτα βγαίνει η Ψυχή και μετά η φτιαξιά τού καθενός μας.

Υ.Γ: 22/07/2019: 

Δεν του πάει το καλοκαίρι του θανάτου, θέλει συννεφιές και μέσα, χώρους, κλειστούς γράφει σήμερα ο πολύ αγαπημένος φίλος Periklis Moscholidakis, στη υπέροχη ανάρτησή του. Έγραψε και στη φίλη του, την αξέχαστη Χρύσα Σπηλιώτη που σα σήμερα 22 του μηνός κάηκε ζωντανή στην πυρκαγιά στο Μάτι μπροστά στα μάτια μας κι η Χρύσα και τόσος κόσμος...
«Να μην πεθάνεις καλοκαίρι, δε σου πετυχαίνει η κηδεία» αυτοσαρκάζονταν ο Τσαρούχης.
Ξέρω εγώ μία που πέτυχε, σα σήμερα έγινε, 22 Ιουλίου 2012, εφτά χρόνια πριν, κάναμε μια κηδεία στη Ντίνα μου πολύ πετυχημένη, ούτε φωνή ούτε ακρόαση από τότε, ίχνος Ανάστασης, έστω να ‘ρθει στ’ όνειρο λίγο περαστικά, ν’ αφήσει τη βεβαιότητα εκείνη που μόνο το όνειρο μπορεί να σου προσφέρει, ότι η κηδεία που θυμάσαι, ήταν εφιάλτης, πάει πέρασε…

Αν ευκαιρείς Ντίνα, έλα λίγο…


                                                                                                   El Greco

Η Rocío Jurado στο Qué no daría yo por empezar de nuevo. (Τί δε θα 'δινα να ξαναρχίσω απ' την αρχή.) 



5 comments:

  1. πολυ πολυ τρυφερο και ομορφο, να εισαι καλα:)

    ReplyDelete
    Replies
    1. Και συ Φανή για το χρόνο που αφιέρωσες.

      Delete
    2. This comment has been removed by a blog administrator.

      Delete
  2. Και...μη ξεχνάς και ότι το φθινόπωρο φτάνει... ΦΙΛΙΑ!!! (εχθές γύρισα και εγώ από ένα ταξίδι...)
    ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ

    ReplyDelete
  3. Πολύ όμορφο ουράνιο ταξίδι!

    ReplyDelete