28 Sept 2012


ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ: Ένας Δημοσιογράφος φτιαγμένος απ’ τα υλικά που φτιάχνονται οι Ποιητές. 


     Τον Διονύση Μαρίνο δεν τον γνωρίζω προσωπικά. Τράβηξε την προσοχή μου στο facebook. (Έχει και τα καλά του το facebook.)  

     Λόγω της σεμνότητας των σχολίων του και της εύστοχης επιλογής φωτογραφιών (γιατί νοιώθω ότι είναι απίθανος ο «βομβαρδισμός» με φωτογραφίες και φράσεις της «Φιλοσοφίας της Παντόφλας») ασχολήθηκα λίγο παραπάνω μαζί του.

     Και βρήκα έναν συγγραφέα φτιαγμένο κυρίως από τα υλικά που φτιάχνονται οι Ποιητές.

     Έχω την αίσθηση ότι στο μέλλον, από κει θα περάσει ο «δρόμος» του, από την Ποίηση.

     Ο EL GRECO, που και που θα βγαίνει απ’ τον δικό του δρόμο, (την Υποκειμενική Ενημέρωση περί Ισπανίας ) για να μοιράζεται τη γνώμη του, την Υποκειμενική πάντα, για έλληνες που προσπαθούν να Δημιουργήσουν κι ας μη βοηθάει το «περιβάλλον». Να προτείνει τη δουλειά τους έστω και απλώς για να κριθεί. Η δουλειά του Διονύση Μαρίνου αξίζει να φτάσει σε πολλούς κι από πολλούς να κριθεί. Δε θα αναλύσω τίποτα εδώ απ’ το συγγραφικό του έργο. Αυτό ας το κάνουν οι «ειδικοί» κι ακόμα καλύτερα οι αναγνώστες του. Εγώ θέλω μόνο να πω ότι διαβάζοντας πράματα δικά του, μου έδωσε την αίσθηση ενός ανθρώπου με Ήθος και Αρχές (άντε να τα βρεις αυτά εύκολα σε μια εποχή που ο μέχρι ο Πρόεδρος της Ελληνικής Βουλής,  κ. Μεϊμαράκης δηλώνει δημόσια «Είμαι ένας άνθρωπος με Ήθος που προσαρμόζεται κάθε φορά ανάλογα με τον συνομιλητή μου»- λες και είναι λαστέξ το Ήθος, απ’ αυτά τα παλιά, για τις χοντρές, τα «ευπροσάρμοστα»)

     Η ευαισθησία του, μου θύμισε εκείνη της Μπλανς Ντιμπουά στο «Λεωφορείον ο Πόθος», όταν ξεσπάει μπροστά στον Στάνλευ και του φωνάζει «I DON’T WANT REALITY, I WANT MAGIC!», κι ας γράφει για την πιο σκληρή πραγματικότητα, την Ανθρώπινη Φύση. (και δη σε συνθήκες πολέμου).

    Τέλος, κυρίως μου έδωσε την αίσθηση ότι είναι ένας ακόμα σαραντάρης (τελικά δεν είναι τόσο λίγοι όσο φαίνονταν) που γλύτωσε και δεν έγινε «παιδί του Κωστόπουλου» για να είναι «in». Αυτό κι αν φαίνεται στα γραπτά του!

     Τον Διονύση δεν τον γνωρίζω προσωπικά, μπορεί σε τίποτα απ’ όλα αυτά να μην ευστοχώ, πάντως, χάσιμο χρόνου δε θα είναι η ανάγνωση της δουλειάς του.

                                                                                                          EL GRECO

Τίτλος :  Χαμένα κορμιά
Συγγραφέας: Διονύσης Μαρίνος
Εκδόσεις Τετράγωνο


Περιγραφή:
Ό,τι διαβάσεις σε αυτό το βιβλίο είναι αλήθεια… ή περίπου.
Αν το επιλέξεις, αναλαμβάνεις πλήρως την ευθύνη των πράξεών σου… ή περίπου.
Κάποιο πρωί ένας άντρας χάνεται. Θα μπορούσε να είναι μια κοινή ιστορία αν την επόμενη ημέρα κάτω από επίσης αδιευκρίνιστες συνθήκες δεν χανόταν και μια φοιτήτρια και αν την επομένη δεν χανόταν και ο εκπρόσωπος της αποκαλυπτικής τηλεοπτικής δημοσιογραφίας. Ως εδώ καλά; Όχι! Γιατί σε ρυθμούς καταιγιστικούς αρχίζουν να χάνονται ο ένας μετά τον άλλον οι άνθρωποι του δρόμου. Αδιακρίτως. Πλούσιοι, φτωχοί, άσχημοι, όμορφοι. Κάποια ρουφήχτρα τους καταπίνει.
Προκαλείται κοινωνικός σάλος. Η κυβέρνηση αναλαμβάνει δράση. Που σημαίνει ότι μπαίνουν στο κόλπο ο στρατός, οι παρακρατικοί, οι «κίτρινοι» δημοσιογράφοι, παραψυχολόγοι, μάντεις, ξεματιάστρες, κολ γκερλς και στο τέλος το πρόβλημα διεθνοποιείται. Φτάνει μέχρι τον πλανητάρχη που αποφασίζει με βαριά καρδιά να ασχοληθεί με μια μικρή χώρα στον πάτο της μεσογείου που δεν κάνει τίποτα άλλο από το να δημιουργεί προβλήματα.
Τι γίνεται λοιπόν; Που πάνε όλοι αυτοί; Ποιος τους παίρνει; Που τους πάει; Θα επιστρέψουν ποτέ; Και αν ναι θα μπορούν να πουν που πήγαν και τι έκαναν;
Όλα εδώ πληρώνονται και όλα εδώ χάνονται.
Φυλάξου… γιατί την επόμενη φορά μπορεί να είσαι εσύ αυτός που θα χαθεί…
Ένα βιβλίο με ενδιαφέρουσα ιδέα και ενδιαφέρουσα γραφή. Το κείμενο είναι σκοτεινό, κυνικό, ανησυχητικό, αλλά και με χιούμορ. Σαν μια φανταστική, μελλοντολογική ιστορία του παρόντος. Σε αναγκάζει να περιμένεις τι θα συμβεί. Πώς θα εξελιχθεί. Είναι από τα βιβλία που θα τα «ρουφήξετε» με απόλαυση και χαμόγελο. Ένα μυθιστόρημα παράδοξο, καυστικό, αιρετικό, ένα απολαυστικό ανοσιούργημα.

ΠΗΓΗ: http://ithaque.gr/best-books-of-2011/



Τίτλος :  Τελευταία Πόλη
Συγγραφέας: Διονύσης Μαρίνος
Εκδόσεις Γαβριηλίδη


Στον δρόμο (μιας χώρας που κάποτε έλεγαν Γιουγκοσλαβία)
Σε αυτό το απύθμενο άγνωστο, που στην αρχή του ταξιδιού μόνο φαρμακερό πόνο τούς προκαλούσε, αλλά, καθώς χανόταν ακόμα πιο βαθιά στην πρησμένη γη και κατατρώγονταν από την τοκογλυφία του χρόνου, ο δρόμος έγινε ο σιαμαίος αδερφός τους. [σ. 23]
Στον δρόμο: σπάνια μια φράση έχει τόσα διαφορετικά εννοιολογικά φορτία – περιπλάνηση, διαφορετική κοσμοθεωρία ζωής, οικείωση με τον κόσμο, έξοδος από τον αστικό εγκλωβισμό του ιδιωτικού σπιτιού αλλά και κατάσταση αστέγων, εκδίωξη, προσφυγιά και ο κατάλογος δεν τελειώνει εδώ. Σε μια από τις χειρότερες εκδοχές του δρόμου ωθείται ένα νεαρό ζεύγος μαζί με το μικρό του παιδί, την εποχή του πολέμου στη Βοσνία. Από τις αρχικές προφορικές τους φράσεις – Μας είπαν πρόσφυγες. Μέσα στην ίδια μας τη χώρα. Και αυτοί που μας ονόμασαν έτσι πρόσφυγες θα γίνουν μια μέρα – , αν άτυπο προφητικό επίγραμμα, μέχρι το ατέλειωτο σιωπηλό τους περπάτημα, γινόμαστε μάρτυρες της πορείας τους, μιας πορείας που αποτελεί πλέον κοινό συλλογικό ευρωπαϊκό υποσυνείδητο.
 Αυτά τα τρία κεφάλια περπατούν σκυφτά χωρίς συγκεκριμένο προορισμό· τα μέλη τους μοιάζουν να έχουν προσαρμοστεί τυχαία και ακαθόριστα πάνω στα κυρτωμένα τους κορμιά. Μπροστά τους ανοίγεται ένας ορίζοντας σας πάτος βαρελιού γεμάτου φρέσκια πίσσα, χωρίς ψυχή ζώσα. Προορισμός τους και ενσάρκωση ύστατης ελπίδας η παλιά θάλασσα, έστω και γεμάτη τώρα με πολτώδη βρωμιά, έστω και με νερό σταχτί σα βλέννα, με την βέβαιη σχεδόν υποψία της οριστικής της μόλυνσης. Η αναχώρηση τους έμοιαζε δηλητηριασμένη με κινδύνους, αλλά και οι τέσσερις τοίχοι ήταν αβάσταχτοι όσο ποτέ. Γύρω τους σφύριζαν σπαράγματα ειδήσεων για εχθροπραξίες και σηκωνόταν ο αχός των (πόσο μακρινών;) γεγονότων. Μέχρι χθες έβλεπαν τα ράφια του σούπερ μάρκετ να αδειάζουν, το ρεύμα να κόβεται, τον δρόμο έξω απ’ το παράθυρό τους να ερημώνει, τα γραφεία να κατεβάζουν ρολά από το φόβο της επίταξης.
 Η ελπίδα ότι στον δρόμο προς την θάλασσα ίσως αργήσουν να τους βρουν, εκτός κι αν κι αυτή αποτελεί ένα ψεύδος ζωτικό, υπερίσχυσε της επιλογής να μείνουν «με δική τους ευθύνη». Η φυγή με την πόρτα αφημένη ορθάνοιχτη ήταν θέμα χρόνου – και πιθανώς ενός υπόκωφου πανικού. Ο γείτονάς τους έχει ήδη φύγει αλλά τους αρνήθηκε κάθε κοινή πορεία. Είχε δίκιο ο Ζάρκο. Κανείς δεν αντέχει το διπλανό του, γιατί είναι σαν να βλέπει τον ίδιο του τον εαυτό στον καθρέφτη. Και πώς να πορευτείς όταν η  πεπερασμένη αλήθεια του κουρασμένου τοπίου, έτσι ήσυχο όπως τους αγκάλιαζε, έδειχνε να είναι η τέλεια παγίδα;Όταν το περπάτημα γίνεται αβάσταχτο με το καύκαλο στην πλάτη τους, τα σακίδια με τα πράγματα που διάλεξε ο καθένας, τα μοναδικά που τους ανήκουν σε έναν κόσμο που κανείς δεν θα έχει τίποτα για κάμποσο (πόσο;) καιρό; Πόσο μάλλον όταν η προγενέστερη δημόσια ζωή τους ήταν ανύπαρκτη:
 Ο Νικόλα δεν είχε βγει ποτέ πέρα από το τετράγωνο που όριζε το σπίτι του και το άλλο που τον περιχαράκωνε στο εργοστάσιό του. Πήγαινε και ερχόταν κουβαλώντας το βάρος των επιθυμιών του, που ποτέ δεν έβρισκαν κάπου αλλού να ξαποστάσουν. με τον καιρό, απέκτησε, σαν τσίχλα που δεν ξεκόλλαγε, εκείνη τη συναισθηματική ανικανότητα να θαυμάσιε κάτι καινούργιο, να ξανοίξει το βλέμμα του, να γευτεί το άγνωστο. Τώρα αναγκάστηκε να το χάφτει με τις παλάμες του γεμάτες από τον πικρό καρπό του άτακτου φευγιού. [σ. 17]
 Ο Νίκολα και η Κάλι στο δρόμο χάνουν τα ονόματά τους, γιατί δεν έχουν καμία σημασία. Το κουδούνισμα των ξεχασμένων κλειδιών στην τσέπη ακούγεται ειρωνικό, Ακόμα και οι σκέψεις της παλιάς τους ζωής αφαιρούνται από το μυαλό, «σαν ρούχο περιττό». Πώς θα φύγει όμως ολόκληρο το παρελθόν που τρυπάει ακόμα και τα πλευρά, όταν το παρόν δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα μαύρο αρχιπέλαγος σκόνης και ρύπων, μια κρούστα υποτυπώδους ζωής; Βαδίζοντας προς το τίποτα μετατρέπονται σε «ανθρώπινα σαρκώματα, λεπιασμένα από τη σκόνη και τον ιδρώτα», με πνευμόνια «σαν ξεραμένα ασκιά χωρίς αέρα», μονοδιάστατες λωρίδες κρέατος, σκελετοί που αναπνέουν από συνήθεια, σκιές σπασμένες κι ακανόνιστες, κυνηγημένες απ’ τη φλόγωση του δρόμου και την ρυπαρότητα της ίδιας τους της ύπαρξης. Περνούν από γειτονιές σπαρμένες με λιμνάζοντα φόβο, με χαμόσπιτα έρημα σαν άδεια μνήμη. Και ποιο μέρος είναι άραγε ασφαλέστερο, τα άγνωστα σπίτια ή ο έκθετος δρόμος;
Γύρω τους ένας κόσμος απονεκρωμένος, με σκόρπιες μαριονέτες, «που έχει σπάσει ολότελα σε κομμάτια και κανένα σκοινί δεν μπορεί να τον κρατήσει στη θέση του». Οι άδειες χαμοκέλες με τα χάσκοντα παράθυρα – τρύπες μοιάζουν εφιαλτικότερες απ’ τον δρόμο· ακόμα κι σόμπα στο εσωτερικό τους, μαύρη και ακίνητη, μοιάζει σαν εσταυρωμένος. Στις καχύποπτες ερωτήσεις των οπλισμένων για το ποιοι είναι απαντούν: «Διωγμένοι από τα  σπίτια μας, αυτό είμαστε μόνο» και μπροστά στην επιμονή των ξεχασμένων τρωγλοδυτών που οικειοποιούνται τα εγκαταλειμμένα σπίτια και τους προτείνουν επίμονα την πώληση του παιδιού τους δεν μπορούν παρά να συνεχίσουν την πορεία τους. Ελπίζοντας να μην καταλήξουν απόβλητοι σαν κι αυτούς, που απλώς ζουν περιμένοντας, ορισμένες φορές ούτε καν αυτό.
Η μυρωδιά του δάσους ήταν ταγκή και αποκρουστική ακόμα και για τα δικά τους ρουθούνια, που είχαν συνηθίσει να οσμίζονται τις βρομιές σαν κάτι το φυσιολογικό. Λες και οι ίδιοι είχαν ενδυθεί πλέον αυτή την ανυπόφορη μπόχα, τόσο, που άρχισαν να πιστεύουν (και πιο πολύ αυτός) ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος από τη φύση του σαν ένα σφουγγάρι ή μια αχόρταγη καταβόθρα, που υπό συνθήκες μπορεί να καταπιεί τα πάντα: από ροδόνερο μέχρι περιττώματα. [σ. 28 – 29]
 Έξω στο δρόμο λοιπόν οι πολίτες γίνονται πρόσφυγες, οι κάτοικοι μετανάστες, οι φίλοι αντίπαλοι, όπως άρχισαν να γίνονται οι αντίπαλοι τις μέρες που έπεσε η πρώτη σφαίρα και οι μάχες γίνονταν πέρα απ’ τα βουνά, όταν η κουβέντα πήγαινε στον ποδοσφαιριστή της ομάδας που είχε γεννηθεί από την άλλη πλευρά του παραπετάσματος και τώρα ήταν κανονικός εχθρός. Πάμε, δεν έχουμε τίποτε άλλο να κάνουμε από το να προχωρήσουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε λέει κάποια στιγμή η Κάλι. Συνεχίζουν προς τον εφιάλτη του κατεστραμμένου λιμανιού, μ’ έναν βαθύ φόβο για την πορεία προς την αποκτήνωση. Συνεχίζουν…μέχρι;
Η νουβέλα δεν ισορροπεί μόνο ανάμεσα σε λεπτότατο σκοινί πάνω από το αβυσσαλέο της θέμα αλλά και ανάμεσα στην υπόκωφη σκληρότητα της συγκυρίας και τον διογκωμένο, σχεδόν πρησμένο εσωτερισμό των χαρακτήρων. Ρεαλισμός βρώμικος και λυρικός ταυτόχρονα. Αλλά, υπάρχει και μια άλλη ισορροπία, στο μέσον της οποίας βρέθηκα ως ανάγνωσης. Από τη μία, ο ίδιος ο μύθος με προέτρεπε να διατρέξω όσο γινόταν γρηγορότερα το τραγικό οδοιπορικό των χαρακτήρων για να είμαι εκεί στην σωτηρία τους (που ήλπιζα) ή στο χαμό τους (που απευχόμουν), – κάποιες φορές μάλιστα και από την φευγαλέα αίσθηση πως κι ο ίδιος έπρεπε να επιταχύνω το βήμα, υπό τον φόβο της απειλής εκείνων που ακολουθούν. Από την άλλη, οι ίδιες οι παράγραφοι  με κρατούσαν δέσμιο, για να δω ευρύτατα πλάνα εξωτερικών εικόνων αλλά και εσωτερικών σκέψεων (σε μια ομολογουμένως δύσκολη αντίστιξη) και οι ίδιες οι λέξεις απαιτούσαν την στάση μου πάνω στην ποιητική τους αλλά και την ποικιλία τους. Πόσο μάλλον αν σκεφτεί κανείς το εξαιρετικά λεπτό, αβυσσαλέο (και εντελώς ανεπιθύμητο από τους έλληνες λογοτέχνες) επίκεντρο της Τελευταίας Πόλης.


ΠΗΓΗ: http://pandoxeio.com/2012/05/31/marinos/

No comments:

Post a Comment