22 Oct 2012

Η ΕΛΠΙΔΑ ΤΟΥ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΟΥ: ΕΝΑ ΑΡΘΡΟ, ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΚΙ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ



 Μετά από τόσες κηδείες λογικό είναι να έχω και μνημόσυνα. Πάλι καλά  γίνονται ακόμη, δεν τα κόψαμε κι αυτά. Όχι μόνο για λόγους οικονομίας. Στα πλαίσια του «εξευρωπαϊσμού» μας θα μπορούσαμε να το θεωρούμε ήδη «κιτς», ή
να έχουμε καταντήσει Αμνήμονες ακόμα και με τους «προσωπικούς» νεκρούς μας. Να λέγαμε, κι ακόμα χειρότερα να πιστεύαμε: «Τί μνημόσυνα, εκκλησίες σιτάρια κι αηδίες! Όποιος θέλει να θυμάται τον νεκρό του ας το κάνει σπίτι του, μόνος του». Νοιώθω ότι η «Ενωμένη» Ευρώπη, αν και συστήνεται «ΕΝΩΜΕΝΗ» μάς θέλει χώρια, μάς θέλει τον καθένα Μόνο του.

Στη Λάρισα τουλάχιστον, δε φτάσαμε ακόμα σε τέτοια «υψηλά επίπεδα ευρωπαϊκού πολιτισμού και κάνουμε  ακόμα Μνημόσυνα τα «βλαχάκια». Κι όχι τίποτα μνημόσυνα με συνοπτικές διαδικασίες, «εν πλήρη δόξει» τα κάνουμε. Δεν είναι μόνον που είμαστε ανεπίδεκτοι εξευρωπαϊσμού, ούτε καν η Κρίση δε λέει να μας «προσγειώσει». Στην Μετά-Μνημονίου Εποχή, Μνημόσυνο με δυο δίσκους σιτάρι, με 500 ψωμάκια, με καφέ αναψυκτικά και παξιμάδια για όλους, με τραπέζι για καμιά εξηνταριά, (τους πιο κοντινούς), με κρασί, με τσίπουρο με με με, με τα όλα μας.

Μαζευτήκαμε σχεδόν όλοι στη Λάρισα για το Μνημόσυνο. 40 μέρες απ’ το θάνατο της θείας Ιφιγένειας. Μέχρι ο Αντόν απ’ τη Αμερική ήρθε. Για να είμαστε ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ. Για να μοιραστούμε τα γέλια και τα κλάματα. Γιατί όταν θυμάσαι συλλογικά, ο καθένας θυμάται το δικό του, κι έχει η στιγμή κι απ’ τα δυο, και γέλια και κλάματα.

Και τι δεν είπαμε προχθές το βράδυ. Και για το πώς σιδέρωνε καθιστή η θεία Ιφιγένεια, και για το πώς έβαζε τη τσάντα-φάκελο κάτω απ’ τη μασχάλη στο «Μετά Φόβου», και για το πώς έκανε τη μελαχρινή και το ραβανί, και για το ότι όλες οι γυναίκες του χωριού θα ερχόταν να την τιμήσουν, όλες με ίδιο χτένισμα «λάχανο», και «εκτός θέματος» βγήκαμε μιλώντας για τα σχέδια που κάνουν τα κορίτσια, τα εγγόνια της 14αρων ήδη ή 14άρων ακόμα αλλά προγραμματίζοντας το μεταπτυχιακό τους στην Αμερική, και για τον παππού τον «αμερικάνο» που έφυγε το 1910 επίσης για την Αμερική αλλά όχι για μεταπτυχιακό, για άλλους λόγους και γύρισε το 1954 με άδειες τσέπες αλλά με Νες Καφέ που μάλιστα τον έπινε με γάλα κι έγινε το μεγάλο σκάνδαλο του χωριού…αδιανόητος ο καφές με γάλα στην Λάρισα του ’54, και και και… Για όλα είπαμε εκτός περί Κρίσης. Δεν είχε καμιά προτεραιότητα το θέμα. Ούτε θέση δεν είχε πόσο μάλλον προτεραιότητα. Γιατί έγινε αυτό που στη γλώσσα την ιντερνετική το λέμε link, έγινε η ζεύξη, η σύνδεση μεταξύ ανθρώπων. Για μια στιγμή ήμασταν όλοι «εκεί», όπου να ’ναι αλλά όλοι «εκεί», κι ακούραστα οργώσαμε Αμερική κι Ελλάδα πάνω κάτω δυο φορές κι έναν αιώνα ολόκληρο τον χωρέσαμε στα 74 χρόνια της θείας Ιφιγένειας.

Είχα καιρό να γίνω ένα με πολλούς και σκέφτομαι πως αν υπάρχει μια Ελπίδα να βγούμε απ’ την Κρίση αυτή είναι οι Σχέσεις μας. Οι σχέσεις μιας Κοινότητας Ανθρώπων που συγκεντρώνονται για να Τιμήσουν, για να Γιορτάσουν για να Θυμηθούν και κατά έναν περίεργο τρόπο η Στιγμή παίρνει διάσταση Αιώνος.

  Τώρα που διχαζόμαστε σε ξένους και ντόπιους, σε χρυσαυγίτες και αριστερούς, ευρωπαϊστές και αντιευρωπαϊστές και χίλια άλλα αντίθετα, νομίζω η μόνη Ελπίδα είναι να οι Σχέσεις μας οι προσωπικές.

Με αφορμή αυτό το Μνημόσυνο σκέφτηκα να μοιραστώ με του φίλους του EL GRECO ένα άρθρο  του Χ. Γιανναρά. Ευστοχότερο δε θυμάμαι πότε διάβασα. Για όσα μας ενώνουν: τη Γλώσσα μας και τον τρόπο να Μοιραζόμαστε τη Μνήμη και την Εμπειρία. Όχι ο καθένας μόνος του, ανάσκελα στον καναπέ με μια κόκα-κόλα στο χέρι. Όλοι μαζί, ο ένας να θυμάται το ραβανί κι άλλος έναν παππού αμερικάνο άσχετο με τη στιγμή, σα μια παράσταση θεάτρου του παραλόγου που περιέργως Διασπά και Διυλίζει Χρόνο και Χώρο κι Ενώνει και Συναθροίζει Λογικά έλληνες κι αμερικάνους, φιλιππινέζους κι αλβανούς που ήμασταν εκεί στο ίδιο Σημείο: τη Μνήμη ενός Ανθρώπου.

 Ο Γιανναράς μες στην απελπισία του δίνει Ελπίδα. Βλέπει ότι έχει μείνει κάτι που μπορούμε να το υπερασπιστούμε: τη γλώσσα, και την μικρή κοινότητα…

Με την ίδια ευκαιρία θυμήθηκα πότε ήταν που για τελευταία φορά διάβασα κάτι εξίσου εύστοχο και σχετικό με το θέμα, θυμήθηκα την «ΑΗΔΟΝΟΠΙΤΑ» του Ισίδωρου Ζουργού από τις Εκδόσεις Πατάκη. Ανεπιφύλακτα λέω όποιος δε διάβασε την «ΑΗΔΟΝΟΠΙΤΑ» να το κάνει. Θα βρει εκεί πολλούς λόγους «Αντίστασης». Ποντίκια έτρωγαν στο Μεσολόγγι αλλά είχαν βρει λόγο για τη θυσία, υπερασπίζονταν κάτι: γλώσσα και κοινότητα.

Κι ο Σαββόπουλος με τον δικό του τρόπο για τα ίδια «χτυπιέται» εδώ και χρόνια ο έρμος όταν παροτρύνει να «κρατήσουν οι χοροί», και αισιοδοξεί ότι «φτιάχνουν οι έλληνες κοινότητες και Ιστορία οι παρέες».

Κι αν κάτσω, χίλια θα θυμηθώ για να στηρίξω τη Μικρή Ελπίδα μου ότι ανατρέπεται το ιστορικό μας τέλος. Κι ο Σεφέρης, κι ο Ελύτης, κι ο Καβάφης τα ίδια υπερασπίστηκαν.

Δύο εβδομάδες μετά την «περίφημη» Επίσκεψη της Καγκελαρίου, θυμήθηκα κι ένα ποίημα του Καβάφη. Κι ας είναι ο τίτλος αυτής της δημοσίευσης: «Ένα Άρθρο, ένα Ποίημα κι ένα Σχόλιο. Το «Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.Χ.» Το θυμήθηκα σκεπτόμενος όσους πιστεύουν ότι ορθώς πλέον κινούμαστε «ρεαλιστικά». Γιατί υπάρχουν κι αυτοί. Και δεν εννοώ τους «Μισθοφόρους» και τους «Εθελοντές» της Νέας Τάξης. Όχι, τους άλλους, τους έλληνες που αγαπούν επίσης την Ελλάδα αλλά κουράστηκαν, και αγανάκτησαν και απελπίστηκαν κι είπαν:  «ας έρθουν όποιοι να ’ναι τέλος πάντων, ας έρθουν ξένοι μεταρρυθμιστές, μήπως με τους ντόπιους
είδαμε προκοπή;»

Ο Γιανναράς στο άρθρο του αναρωτιέται «Μπορεί να αποτραπεί το ιστορικό μας τέλος;»

κι ο Καβάφης «Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;»

Και να μας πάρουν τώρα «την δικαία μισθοδοσία», αν σώσουμε τη Γλώσσα και την έννοια της Κοινότητας, την Εμπιστοσύνη μεταξύ μας, θα Γυρίσει ο Ήλιος. Έχει γυρίσματα η Ιστορία, να μη μας βρει ξεβράκωτους να μαϊμουδίζουμε.

 Λάρισα 22-10-2012
EL GRECO

Υ.Γ.: Ένα «ñ», «Ñ». αυτό με την περισπωμένη ζήτησε απ’ τους ισπανούς η Νέα Τάξη ν’ αφαιρέσουν απ’ το αλφάβητό τους και οι μισοί «υπεύθυνοι» δεν απάντησαν καν,κι άλλοι μισοί πρότειναν να το προσθέσουν στο αλφάβητό τους όσοι δεν το ’χουν αν τόσο τους μπερδεύει. Για να εξοικειωθούν και να το νοιώθουν δικό τους.



ΤΟ ΑΡΘΡΟ:


Μπορεί να αποτραπεί το ιστορικό μας τέλος;

Του Χρήστου Γιανναρά.

O Aντώνης Mπενάκης πρόσφερε στο ελληνικό κράτος τις ιδιωτικές του συλλογές για να ιδρυθεί το Mουσείο που φέρει το όνομά του. Δώρισε το κτήριο του πατρικού του σπιτιού για να στεγαστεί το Mουσείο. Πρόσφερε και το απαιτούμενο οικονομικό κεφάλαιο για να μπορεί να λειτουργήσει. Γιος του Eμμανουήλ Mπενάκη (επίσης εθνικού ευεργέτη, επανειλημμένα υπουργού, δημάρχου Aθηναίων) και αδελφός της Πηνελόπης Δέλτα, ο «Tρελλαντώνης» έδωσε την ψυχή του στο μουσείο που έστησε, παρά το φόρτο και άλλων παράλληλων δραστηριοτήτων κοινωνικής προσφοράς.
Θέλω να διασώσω σε δημόσιο λόγο μιαν ελάχιστη, αλλά καθόλου ασήμαντη λεπτομέρεια συμπεριφοράς του Aντώνη Mπενάκη. Eίχα την τύχη να μου την αφηγηθεί ο Mανώλης Xατζηδάκης – ο γνωστός βυζαντινολόγος, μέλος της Aκαδημίας Aθηνών, επί χρόνια διευθυντής του Mουσείου Mπενάκη. Eφτανε κάθε πρωί ο Aντώνης Mπενάκης στο Mουσείο, με κοστούμι πρωινό, άψογο, ραμμένο στην Aγγλία. Γύρω στις 11 κατέφθανε από το σπίτι του (στην οδό Λυκείου) οικιακή βοηθός, με το μαύρο φόρεμα και την άσπρη δαντελένια ποδιά, φέρνοντας σε ασημένιο δίσκο τον καφέ του και γλυκό του κουταλιού. Tο μεσημέρι γύριζε στο σπίτι του για φαγητό και επέστρεφε το απομεσήμερο στο Mουσείο, με άλλο, απογευματινό τώρα, κοστούμι. Για το βράδυ ήταν αυτονόητο, είτε στο σπίτι είτε σε έξοδο, ότι θα φορούσε τρίτο, βραδινό κοστούμι.
Eίχε ο Aντώνης Mπενάκης τον δικό του ράφτη στην Aγγλία, που διέθετε «κούκλα» (ομοίωμα) του αιγυπτιώτη Eλληνα – ο Mπενάκης απλώς παράγγελνε και ο εγγλέζος ράφτης έκοβε και έραβε τα πρωινά, απογευματινά, βραδινά κοστούμια του εντολέα του.
Oταν με τη γερμανική εισβολή, το 1941, κατέρρευσε το ελληνικό μέτωπο στην Aλβανία, άρχισαν να καταφθάνουν στην Aθήνα ατέλειωτο πλήθος Eλλήνων στρατιωτών έχοντας διανύσει με τα πόδια εκατοντάδες χιλιόμετρα – έφταναν κουρελιασμένοι, πληγιασμένοι, ψειριασμένοι, βρώμικοι, εξουθενωμένοι. Tότε ο Aντώνης Mπενάκης βγήκε στην πόρτα του Mουσείου του και μοίρασε όλα του τα κοστούμια, πρωινά, απογευματινά, βραδινά, σε αυτούς τους στρατιώτες. Kαι από την ημέρα εκείνη, στα τριάμισι χρόνια της γερμανικής κατοχής που ακολούθησε, ο Aντώνης Mπενάκης φορούσε κάθε μέρα, πρωί, απόγευμα, βράδυ, το ίδιο ένα και μοναδικό κοστούμι.
Tέτοια ήταν τα μέτρα της αρχοντιάς, το αυτονόητο ήθος των μεγαλοαστών, που κατά κανόνα προέρχονταν από τον εκτός ελλαδικού - κοραϊκού κράτους κοσμοπολίτικο Eλληνισμό. Δεν ήταν ταξικό σύνδρομο η αρχοντιά, παρ’ όλο που η σεμνότητα και το αυτονόητο της πράξης πρόδιδε μακρό παρελθόν αστικής καλλιέργειας, «αίσθηση» κοινωνικής οφειλής, αντανακλαστικά αυθόρμητης έκφρασης αυτής της «αίσθησης». Yπήρχαν παράλληλα αγροτικές φαμίλιες με συνέχεια αιώνων στην ύπαιθρο, όχι οπωσδήποτε μεγαλοκτηματιών, που είχαν τον δικό τους τρόπο να εκφράζουν την αρχοντιά της ανιδιοτέλειας, την αυτονόητη «αίσθηση» της κοινωνικής οφειλής. Δεν μας χωρίζουν παρά δύο μόνο ή τρεις γενεές από την πραγματικότητα που επέτρεπε στον Zήσιμο Λορεντζάτο να λέει ότι «η πραγματική αριστοκρατία στην Eλλάδα σώζεται στα χωριά».
Tι μεσολάβησε και η ελλαδική κοινωνία εκβαρβαρώθηκε με τόσο βάναυση μετάλλαξη σε ζούγκλα εγωκεντρικού πρωτογονισμού; Ποιος καταλύτης εξαφάνισε την «αίσθηση» της πατρίδας και της κοινωνικής οφειλής, μεταμόρφωσε τον Eλληνώνυμο σε άπληστο, χρηματολάγνο αρπακτικό; Ποια η αιτία για να εξαλειφθεί η αρχοντιά από την Eλλάδα

η αυτονόητη ταύτιση της έννοιας «άρχουσα τάξη» με την έννοια «κοινωνική οφειλή»; Διαλύθηκαν θεσμοί και λειτουργίες κοινωνίας της ζωής, κυριάρχησε το θηριώδες ατομικό συμφέρον, η ενστικτώδικη ηδονοθηρία, το ακοινώνητο «δικαίωμα».
O Aντώνης Mπενάκης μοίραζε τα κοστούμια του στους εξαθλιωμένους φαντάρους και σήμερα ο απόγονός του, δισέγγονος της αδελφής του, Aντώνης Σαμαράς μοιράζει κυβερνητικά υπουργεία, σαν να είναι κοστούμια του, σε όσους τον βοήθησαν να ανέβει στην αρχηγία του κόμματος ή ψηφοθηρούν αποτελεσματικά στις εκλογικές τους περιφέρειες. Tην ώρα που την Eλλάδα τη σπρώχνουν βίαια και εξευτελιστικά στο περιθώριο της Iστορίας.
Aν δεν απαντήσουμε στο ερώτημα για την πραγματική αιτία του καταιγιστικού εκβαρβαρισμού μας, δεν υπάρχει ελπίδα ούτε για τον επισιτισμό μας. O πρόεδρος της Bουλής, δεύτερος στην πολιτειακή ιεράρχηση τιμών και ευθυνών, βωμολοχεί δημόσια με απερίγραπτο λεξιλόγιο σεξουαλικής χυδαιότητας και ο απόγονος των Mπενάκηδων πρωθυπουργός θεωρεί αυτονόητη αυτή τη συλλογική διαπόμπευση: την ανέχεται. Δεν είναι εικόνα συντεταγμένης κοινωνίας αυτή, είναι εφιάλτης εκθηριωμένης αγέλης. Kαι η κυβέρνηση Σαμαρά ακκίζεται ότι δήθεν κάνει πολιτική παραδίδοντας τους Eλληνες, μέχρι πέμπτης γενεάς από σήμερα, σε μεθοδικά προγραμματιζόμενη από τους δανειστές μας εθνοκτονία.
Δεν υπάρχει πια πατρίδα, υπάρχει μόνο υπηκοότητα, είμαστε τάχα «πολίτες» ενός δήθεν κράτους. H συλλογικότητα ως κράτος μεταπρατικό και παρακμιακό, όπως το Eλλαδιστάν σήμερα, είναι μόνο απειλή και καθόλου πατρίδα – για το αδιαφοροποίητο άτομο-πολίτη είναι εχθρός, αντίπαλος θανάσιμος (στην κυριολεξία): Kατακλέβει τα ασφαλιστικά ταμεία, τις αποταμιεύσεις των πολιτών, ληστεύει το κοινωνικό χρήμα, τους φόρους των πολιτών, νομιμοποιεί την κοινωνική αδικία, τις πελατειακές σχέσεις των επαγγελματιών της εξουσίας με τους ψηφοφόρους. Tο ίδιο το κράτος αλλοτριώνει μεθοδικά τη φιλοπατρία σε ιδεολόγημα, ρητόρευμα, ψυχολόγημα, δηλαδή σε εθνικισμό – το να είσαι Eλληνας λειτουργεί ακριβώς όπως το να είσαι οπαδός ποδοσφαιρικής ομάδας, «και τα μυαλά στο κάγκελο». Για ένα τέτοιο κράτος μόνο ανεγκέφαλοι θα θυσίαζαν τη ζωή τους.
Oι δυτικές κοινωνίες, λόγω μακραίωνων εθισμών στον νομικισμό, στον ωφελιμιστικό σεβασμό της σύμβασης, ταυτίζουν το κράτος με τον αποτελεσματικό εγγυητή των συμβάσεων, της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, της ομαλής λειτουργίας της αγοράς. Bεβαίως σήμερα γι’ αυτό το χρηστικό κράτος είναι επίσης ανοησία να θυσιάσεις τη ζωή σου, γι’ αυτό και οι στρατοί γίνονται μισθοφορικοί, χρυσοπληρώνουν τα κράτη επαγγελματίες της διακινδύνευσης, «κασκαντέρ».
Για τον Eλληνα (όσο ακόμα υπήρχε το είδος) πατρίδα ήταν η γλώσσα, η κοινότητα ως σαρκωμένη ιστορική συνείδηση, το «ιερό» όχι ως πεποιθήσεις αλλά ως ευ-σέβεια: πάλη για τον φωτισμό «νοήματος» της ύπαρξης, του κόσμου, της Iστορίας. Mόνο η επιστροφή στη γλώσσα, στην ιστορική συνείδηση ένσαρκη σε κοινότητα, στα κείμενα και στην Tέχνη που παρήγαγε η πάλη των Eλλήνων για «νόημα», μόνο μια πολιτική πρακτική που θα υπηρετήσει θεσμικά αυτή την επιστροφή, θα μπορέσει ίσως να αναστήσει τον ιστορικά νεκρό πια Eλληνισμό.

Γλώσσα, μικρή κοινότητα, σάρκα «νοήματος».


Από την Καθημερινή, στις 7/10/2012

Το Ποίημα

Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.Χ.

του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη

Ότι τα πράγματα δεν βαίνουν κατ' ευχήν στην Αποικία
δεν μέν' η ελαχίστη αμφιβολία,
και μ' όλο που οπωσούν τραβούμ' εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Αναμορφωτή.

Όμως το πρόσκομμα κ' η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Αναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειάζονταν κανείς). Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κ' εξετάζουν,
κ' ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.

Έχουνε και μια κλίσι στες θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη·
η κατοχή σας είν' επισφαλής:
η τέτοιες κτήσεις ακριβώς βλάπτουν τες Αποικίες.
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή,
κι από την άλληνα την συναφή,
κι από την τρίτη τούτην: ως συνέπεια φυσική·
είναι μεν ουσιώδεις, αλλά τι να γίνει;
σας δημιουργούν μια επιβλαβή ευθύνη.

Κι όσο στον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν ζητούνε·
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.

Κι όταν, με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική.-

Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα· είν' επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η Αποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, να, τραβούμ' εμπρός.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

No comments:

Post a Comment